του Γιάννη Πρετεντέρη
Η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα απέδειξε ότι δεν ξέρει να διαπραγματευτεί. Αν δεν απατώμαι, είναι η μοναδική κυβέρνηση παγκοσμίως που κατάφερε έπειτα από «σκληρή διαπραγμάτευση» να οδηγηθεί σε μια συμφωνία πολύ χειρότερη από εκείνη που θα είχε επιτύχει αν δεν είχε διαπραγματευτεί καθόλου.
Η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα καλείται να αποδείξει ότι τουλάχιστον μπορεί να κυβερνήσει.
Μια πρόσφατη έρευνα ερμήνευσε το εκλογικό αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου ως την κλασική ελληνική προσέγγιση που αποσυνδέει την προσπάθεια από το αποτέλεσμα και επιβραβεύει μια (πραγματική ή υποθετική) προσπάθεια ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
«Φάγαμε τέσσερα, αλλά ο διαιτητής μάς στραβοκοίταζε, το χορτάρι γλιστρούσε και οι παίκτες ίδρωσαν τη φανέλα. Μπράβο στα παιδιά που το πάλεψαν!».
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι αυτή η ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος έχει βάση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει και κοντά ποδάρια.
Κανείς δεν θέλει να τρώει συνεχώς τεσσάρες, όσο και αν τα παιδιά ιδρώνουν τη φανέλα. Κάποια στιγμή θα τους πάρουν τη φανέλα και θα διώξουν τα παιδιά.
Υπό αυτή την έννοια, αργά ή γρήγορα, και προφανώς γρήγορα, η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα θα πρέπει να δώσει εξετάσεις αποτελεσματικότητας και να τις περάσει.
Προς το παρόν, μάλλον δείχνει πελαγωμένη στο πέλαγος. Για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή η διακυβέρνηση μιας χώρας (ιδίως μιας χώρας με αναποτελεσματική, αν όχι ανύπαρκτη δημόσια διοίκηση) απαιτεί μια διαχειριστική επάρκεια του πολιτικού προσωπικού που τη διευθύνει.
Και ως τώρα το πολιτικό προσωπικό της κυβέρνησης δεν έχει δείξει ούτε τέτοια επάρκεια ούτε άλλες κυβερνητικές δεξιότητες. Ακόμη ψάχνουμε τα ισοδύναμα στον ΦΠΑ της ιδιωτικής εκπαίδευσης που μόνοι τους πρότειναν και μόνοι τους υπερκοστολόγησαν.
Δεύτερον, επειδή η συμφωνία την οποία καλούνται να εφαρμόσουν αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη και σύνθετη απ’ όσο είχαν φανταστεί ή υποθέσει. Ακόμη περισσότερο που η εφαρμογή μιας συμφωνίας είναι ένα πρόβλημα από μόνο του.
Πολύ γρήγορα η κυβέρνηση επένδυσε την προφανή αδυναμία της να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις σε μια ελπίδα χαλάρωσης των δεσμεύσεων. Ηταν λάθος.
Το τρίτο Μνημόνιο δεν είναι τυχαία εμπροσθοβαρές. Αποτυπώνει τη δυσπιστία των δανειστών απέναντι στην πρόθεση ή στην ικανότητα της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στη συμφωνία.
Με άλλα λόγια, τώρα τους δοκιμάζουν, δεν τους επιβραβεύουν. Και αν περάσουν τη δοκιμασία, μόνο τότε μπορεί να επιβραβευτούν.
Σε αντίθεση με τους έλληνες ψηφοφόρους, οι ευρωπαίοι εταίροι ελάχιστα ενδιαφέρονται αν «τα παιδιά ιδρώνουν τη φανέλα». Θέλουν να δουν και κανένα γκολ.
Αυτό ήταν το νόημα και της επίσκεψης Μοσκοβισί, ενός ανθρώπου που έως τώρα μάλλον αντιμετώπισε την κυβέρνηση με κατανόηση και χωρίς προκαταλήψεις. Διευκρίνισε ότι σε συμβατικό επίπεδο η περίοδος των εκπτώσεων δεν έχει ξεκινήσει.
Ως εκ τούτου, ο δρόμος των επόμενων εβδομάδων θα είναι πολύ δύσκολος.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών «παγώνει» τις ελπίδες της Αριστεράς να βάλει χέρι στο (κατ’ αυτήν) «αμαρτωλό τρίγωνο της διαπλοκής».
Το Ασφαλιστικό θα πρέπει να ψηφιστεί μέσα στον Νοέμβριο μαζί με τα νέα προαπαιτούμενα – τα εργασιακά ξεχάστε τα.
Στον ορίζοντα κυκλοφορούν κάπου 2 δισ. νέα μέτρα, αφού η γενική κατάσταση της οικονομίας εξανεμίζει τα προηγούμενα.
Ενώ ακόμη και στα «κόκκινα δάνεια», η λύση που θα δοθεί θα είναι πολύ χειρότερη από αυτήν στην οποία ήλπιζε (και μάλιστα χωρίς ουσιαστικό λόγο…) η κυβέρνηση.
Γενικώς η χώρα μπορεί πλέον να σωθεί μόνο με ένα επενδυτικό και αναπτυξιακό άλμα, το οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να κατανοήσει, να μεθοδεύσει και να υπηρετήσει μια κυβέρνηση στην οποία περισσεύουν οι προκαταλήψεις και σπανίζουν οι ικανότητες.
Αλλωστε, οι ιδρωμένες φανέλες ουδέποτε αποτέλεσαν επιχειρηματικό δέλεαρ – ιδίως αν τις φορούν οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας…
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ