του Στέφανου Κασιμάτη
Τα κατάφερε τελικά η Νέα Δημοκρατία να γελοιοποιήσει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία εκλογής αρχηγού. Η άρνηση ορισμένων υποψηφίων να δεχθούν μία δημόσια συζήτηση μεταξύ των υποψηφίων αρχηγών είναι μεν κατανοητή, αλλά συγχρόνως είναι και βαθύτατα βλακώδης. Κατανοητή, διότι την υπαγορεύει ο φόβος εκείνων που την αρνούνται: του Βαγγέλη Μεϊμαράκη πρωτίστως και, δευτερευόντως, του Α. G. G. Κώστα, ο οποίος θέτει ως προϋπόθεση για τη δική του συμμετοχή και τη συμμετοχή των άλλων υποψηφίων. (Ωραία και, προπαντός, τολμηρή στάση του G. G. Κώστα και της γενιάς του! Πολύ απλά, σημαίνει: δέχομαι μόνο εφόσον δεν μπορώ να τον αποφύγω…).
Κυρίως, όμως, είναι βλακώδης η άρνηση της συζήτησης, επειδή ακριβώς ο αρχηγός θα εκλεγεί από μια ανοικτή διαδικασία, στην οποία ο καθένας μπορεί να πληρώσει και να συμμετάσχει. Είναι αντιφατικό και, δεν χωρεί αμφιβολία, υποκριτικό να προσφέρεις στον καθένα το δικαίωμα της επιλογής και, συγχρόνως, να τον εμποδίζεις να κρίνει προτού επιλέξει. Τι είδους ελευθερία χωρίς κρίση είναι αυτή που προσφέρει η Ν.Δ.; Και πόσο ταιριάζει μια τέτοια αντίληψη περί ελευθερίας σε ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως «η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη»; Τόσο βαθιά έχει πια πασοκοποιηθεί η Ν.Δ.; Το βασικό επιχείρημα που διακινούν όσοι φοβούνται την αναμέτρηση είναι τόσο ασθενές, ώστε απορείς πώς δεν ντρέπονται να το εκστομίζουν. «Θα διαρραγεί η ενότητα του κόμματος», λένε. Μα, αν μπορεί να διαρραγεί η ενότητα από μια δημόσια συζήτηση επί των πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των υποψηφίων, τότε καλώς να διαρραγεί!
Ακόμη χειρότερο είναι το επιχείρημα ότι, δήθεν, ο κόσμος έχει συνυφασμένο το μοντέλο του προεκλογικού debate με τον ανταγωνισμό διαφορετικών κομμάτων, ενώ στην περίπτωση της Ν.Δ. πρόκειται για ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων του ιδίου κόμματος. Διαφεύγει από όποιον τα λέει αυτά ότι η διαφορά δεν ισχύει, διότι η διαδικασία δεν περιορίζεται εντός του κόσμου της Ν.Δ. Αν δεν το έχει καταλάβει ο ηλίθιος, να του το ξαναπώ εγώ: ψηφίζει όποιος θέλει για πρόεδρο της Ν.Δ. Το πόσο δυσκολεύεται, όμως, η «μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη» με τη διαχείριση της ελευθερίας το δείχνει και το γεγονός ότι, τουλάχιστον από πλευράς των αρνητών της τηλεοπτικής αναμέτρησης, όλη η συζήτηση γίνεται γύρω από το μοντέλο του ελληνικού «ντιμπέιτ», της κρατικής τηλεόρασης, που είναι τόσο δημοκρατικά εξισωτικό και ασφαλές για όσους μετέχουν, ώστε να καταντά ανούσιο. Λες και μόνον αυτός ο τρόπος υπάρχει, ο κρατικός.
Πέραν του ιδεολογικού, όμως, το θέμα έχει και την, εξίσου σοβαρή, εμπορική διάστασή του. Να συμφωνήσω ότι το αντίτιμο της ψήφου είναι μικρό, μόλις 3 ευρώ. Αφού όμως η Ν.Δ. μετατρέπει τους ψηφοφόρους της σε πελάτες ―και μάλιστα φτηνούς, των τριών ευρώ― γιατί δεν τους δίνει και την ευκαιρία να δουν το εμπόρευμα; Γουρούνι στο σακί θα πάρουν οι άνθρωποι; Είναι απαράδεκτο η Ν.Δ. να παραβαίνει την καλή πίστη και τις καθιερωμένες εμπορικές πρακτικές, όταν την ίδια ώρα βαυκαλίζεται λέγοντας ότι υποστηρίζει την ελεύθερη οικονομία. Πού είναι τέλος πάντων ο σεβασμός στον πελάτη;
Στη στάση εκείνων που φοβούνται τη δημόσια συζήτηση εγώ αναγνωρίζω, δυστυχώς, τη Ν.Δ. που απεχθάνομαι όσο και την πασοκαρία: ανταγωνισμός κομμένος και ραμμένος στα μέτρα τους, ελευθερία χωρίς κρίση και χωρίς ευθύνη, ισορροπίες που καταδικάζουν το σύνολο σε ακινησία και, τέλος, καλείσαι κι από πάνω να πληρώσεις ―έστω και τρία ευρώ. Δεν εκπλήσσομαι όμως, γιατί με αυτά ακριβώς τα υλικά φτιάξαμε τον κόσμο μας που κατέρρευσε με την οικονομική κρίση και τον οποίο τώρα πληρώνουμε. Πείθομαι, ωστόσο, ότι η Ν.Δ. δεν έχει τη δύναμη να αναγεννηθεί. Αν και οι τέσσερις που διεκδικούν την ηγεσία δεν μπορούν να συζητήσουν μαζί τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές τους, τότε τι μέλλον μπορεί να έχει η Ν.Δ.; Η πορεία της θα είναι φθίνουσα, ώσπου… Αλλά ας τονίσω καλύτερα τη ρομαντική πλευρά του θέματος: έστω και να τη χάσουμε πρόωρα, η Ν.Δ. θα έχει μείνει πιστή στον μεγάλο της έρωτα, το ΠΑΣΟΚ, μέχρι το τέλος…
Πηγή: Καθημερινή