του Γιώργου Παπαϊωάννου
Πολλοί πιστεύουν ότι αρκεί να σταματήσει η πολιτική της λιτότητας ή να καταργηθεί το Μνημόνιο για να επιστρέψει η χώρα σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Ανάμεσά τους και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος δείχνει να μην πιστεύει στις πολιτικές του Μνημονίου που ο ίδιος συμφώνησε αλλά απλώς κατανοεί την αναγκαιότητα εφαρμογής τους για να μη «σκάσει» η χώρα στα χέρια του. Ετσι η κυβέρνησή του, ενώ από τη μία προσπαθεί να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα, από την άλλη, κυριευμένη από τις ιδεοληψίες που χαρακτηρίζουν την εγχώρια Αριστερά και τον λαϊκισμό, κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να ακυρώσει τις μνημονιακές πολιτικές που σχεδιάστηκαν για να υπηρετήσουν ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο στηρίζεται στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το νομοσχέδιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ενώ οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε καταρχήν συμφωνίες με επενδυτές για τη συμμετοχή τους στις αυξήσεις κεφαλαίου, η κυβέρνηση φέρνει στη Βουλή ένα νομοσχέδιο με το οποίο αφήνει έξω κρίσιμα θέματα που επηρεάζουν την τιμή της αύξησης και τελικά κρίνουν αν θα πετύχει ή όχι το εγχείρημα.
Και όλα αυτά επειδή δεν μπορεί να ξεπεράσει τις ιδεολογικές εμμονές για τη συμμετοχή του Δημοσίου στις τράπεζες. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι με υψηλότερη συμμετοχή του ΤΧΣ το Δημόσιο θα έχει αυξημένες ελπίδες να πάρει πίσω κάποια χρήματα από αυτά που έχει βάλει στις τράπεζες. Ωστόσο για να το κάνει αυτό θα πρέπει να επενδύσει πρόσθετα κεφάλαια, αυξάνοντας ισόποσα το δημόσιο χρέος, και να περιμένει να αυξηθούν οι τραπεζικές μετοχές κατά 600% ή 700%.
Διότι όσον αφορά τον έλεγχο των τραπεζών, με τις υπερεξουσίες που δίνει στο ΤΧΣ ο νέος νόμος, στην ουσία το Δημόσιο ασκεί δικαιώματα πλειοψηφίας κατέχοντας ελάχιστο ποσοστό μετοχών. Ωστόσο ιδεολογικά τυφλωμένη για τον έλεγχο των τραπεζών η κυβέρνηση δεν βλέπει τη μεγάλη εικόνα: το ενδεχόμενο να χαθεί η ευκαιρία να έλθουν στη χώρα ιδιωτικά κεφάλαια ύψους 5 δισ. ευρώ, τα οποία μπορούν να προσελκύσουν και άλλες επενδύσεις, αντιστρέφοντας το αρνητικό κλίμα στην οικονομία.
Πρέπει λοιπόν να γίνει αντιληπτό ότι χωρίς κάθε μορφής ιδιωτικές επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη. Δύσκολα όμως θα βάλει κάποιος το χέρι στην τσέπη όσο υπάρχουν παλινωδίες και σύγχυση για τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής.
Οπως πολύ σωστά επισημαίνουν το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους και ο επικεφαλής του, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, στην τριμηνιαία έκθεση, «τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται δείχνουν ότι η φιλοσοφία του Μνημονίου συχνά αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που προκαλεί αβεβαιότητα». Και την αβεβαιότητα αυτή, όπως επισημαίνεται, τροφοδοτούν η συνεχής αναζήτηση ισοδυνάμων, οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα, οι ανασχεδιασμοί στο Ασφαλιστικό και άλλα θέματα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, αφού οι εκπρόσωποι των πιστωτών διά στόματος του αντιπροέδρου της ΕΕ Βάλντις Ντομπρόβσκις λένε ότι δεν έχουν στα χέρια τους προτάσεις.
Βεβαίως όλα αυτά μπορεί να εξυπηρετούν επικοινωνιακά την κυβέρνηση συντηρώντας το «στόρι» της «σκληρής διαπραγμάτευσης», όμως διώχνουν τις επενδύσεις και σκοτώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ