του Στάμου Ζούλα
Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών αποδεικνύεται ανεπαρκής και παραπλανητικός. Σε ποιους και πόσους υπουργούς να αποδώσουμε την ευθύνη για την κατάντια που ζούμε σήμερα; Η κοινωνική ασφάλιση κατέρρευσε. Οι συντάξεις μας πέφτουν στο επίπεδο του φιλοδωρήματος. Προηγουμένως, τις είδαμε να εξομοιώνονται ή και να υπολείπονται από τις συντάξεις «προνομιούχων» συμπατριωτών μας, που εργάστηκαν μόνο δέκα με δεκαπέντε χρόνια, κυρίως στο Δημόσιο. Ακόμη και σήμερα στις «προβληματικές» ΔΕΚΟ, όπως μας λέει, με χαζοχαρούμενο χαμόγελο, ο κ. Αλεξιάδης, υπάρχουν συντάξεις των 2.800 ευρώ. Ενώ οι «άλλες», στον ιδιωτικό τομέα (απόλυτα ανταποδοτικές του ιδρώτα μας), θα περικοπούν κάτω των 1.000 ευρώ. Επί χρόνια οι κυβερνήσεις μας βασίζονταν πελατειακά στον δημόσιο τομέα, τον οποίο κατέστησαν υδροκεφαλικό και σιτιζόμενο από τον ιδιωτικό. (Με τη σοβούσα κρίση, δεν χύθηκε ούτε ένα πολιτικό δάκρυ για το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων του ιδιωτικού τομέα, ενώ ράγισαν και σπάραξαν οι πολιτικές καρδιές για τις 300 καθαρίστριες του υπ. Οικονομικών.) Ο κ. Κατρούγκαλος, που είχε υιοθετήσει, πολιτικά και επαγγελματικά, τους «απολυθέντες του Δημοσίου», σήμερα εγγυάται τις συντάξεις των… 360 ευρώ.
Εδώ φτάσαμε ή –καλύτερα– εκεί μας κατάντησαν.
Φυσικά, αν οι κ. Αλεξιάδης, Κατρούγκαλος, κ.ά. παραπέμπονταν για υπουργική ευθύνη, θα είχαν πολλά επιχειρήματα και άλλοθι. Θα επιχειρούσαν να διαχύσουν την ευθύνη τους σε προκατόχους και «κείμενες νομοθεσίες». Γι’ αυτό, ο ισχύων νόμος είναι ανεπαρκής ή και αποπροσανατολιστικός. Η χώρα μας χρειάζεται έναν άλλον νόμο, έστω και παγκόσμιας πρωτοτυπίας. Νόμο περί πολιτικής απάτης, όχι κατά του Δημοσίου, αλλά εναντίον των ψηφοφόρων. Δεν θα διώκονται υπουργοί, αλλά κόμματα και κυβερνήσεις. Φυσικά, σε ολόκληρο τον κόσμο οι προεκλογικές εξαγγελίες είναι υπερβολικές, έναντι εκείνων που μπορεί να εφαρμόσει ως κυβέρνηση ο εξαγγέλλων. Ομως στη χώρα συμβαίνει κάτι κατά πολύ σοβαρότερο. Οι εξαγγελίες γίνονται εν γνώσει του ανέφικτου και με την πρόθεση εξαπάτησης. Αρχής γενομένης από τον Ανδρέα Παπανδρέου, που επαγγέλθηκε το 1981 την έξοδο απ’ το ΝΑΤΟ, την εκδίωξη των ξένων βάσεων, δημοψήφισμα για την ΕΟΚ, κ.λπ., κ.λπ. Κέρδισε τις εκλογές, «λεηλατώντας» τις ψήφους της Αριστεράς. Επανεξελέγη το 1985, εξαγγέλλοντας «ακόμη καλύτερες μέρες», για να επιβάλλει, αμέσως μετά, την πρώτη περίοδο λιτότητας. Ο γιος του έγινε πρωθυπουργός, με το «τα λεφτά υπάρχουν», για να μας φέρει το ΔΝΤ και το πρώτο μνημόνιο. Ο κ. Σαμαράς εξελέγη, ως αντιμνημονιακός, για να υπογράψει, αμέσως μετά, το δεύτερο μνημόνιο. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ. Τσίπρα, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο πολιτικής απάτης εναντίον των ψηφοφόρων.
Ο σημερινός πρωθυπουργός ευθύνεται και για κάτι βαρύτερο. Μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο είχε επικρατήσει το «όλοι το ίδιο είναι», αφορώντας τα δύο τέως μεγάλα κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η «εξαίρεση και η ελπίδα». Ομως, μέσα σε επτά μήνες, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον «εξομοιώθηκε», αλλά υπερκέρασε, κατά πολύ, την πολιτική απάτη των προκατόχων του. Ετσι, φτάσαμε στο πρωτόγνωρο (περίπου 50%) ποσοστό αποχής στις πρόσφατες εκλογές. Ομως, με την άρνηση ψήφου μπορεί να οδηγηθούμε σε πλέον ακραίες καταστάσεις, με πρώτα θύματα τους έως τώρα εξαπατούντες. Γι’ αυτό, ας φροντίσουν οι ίδιοι να συναποφασίσουν και να ψηφίσουν έναν νόμο που θα θέτει όρια και θα κολάζει την –κατ’ εξακολούθησιν και κατά συρροήν– εξαπάτηση των ψηφοφόρων…
Πηγή: Καθημερινή