του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το ελληνικό πρόβλημα δεν ξεκίνησε με το δημοψήφισμα και τα capital controls, ούτε με τις εκλογές του Ιανουαρίου, ούτε με τα μνημόνια, ούτε με την ομολογία πτώχευσης στο Καστελλόριζο, ούτε με τη διόγκωση του κρατικού δανεισμού την προηγούμενη δεκαετία, ούτε με την είσοδο της χώρας στο ευρώ, ούτε με την άλωση του κράτους από το λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ, ούτε με τη μεταπολίτευση, ούτε με τη χούντα, ούτε με τον εμφύλιο, τους πολέμους, ή τις άλλες πέντε χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους. Το πρόβλημα, σας διαβεβαιώ, ξεκίνησε πολύ παλαιότερα, στην αρχή αρχή, όταν το κράτος μας άρχισε να υπάρχει.
Αν κάποιος μελετήσει την ιστορία των ελληνικών χρεοκοπιών ή και την ιστορία της χώρας γενικότερα, από την ίδρυσή της κι έπειτα, συναντά πάντα και παντού μια έντονη και διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στην τάση της χώρας προς τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, και σε μια αντίρροπη συντηρητική αντιμεταρρυθμιστική τάση, που έχει ως κεντρικό στόχο τη διατήρηση κεκτημένων μιας καθεστηκυίας τάξης (η οποία αλλάζει μορφή και σύσταση, αλλά παραμένει σε κάποιο βαθμό προνομιούχα). Τέτοιες συγκρούσεις εμφανίστηκαν, βεβαίως, σε όλα τα φιλελεύθερα κράτη που γεννήθηκαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Στα περισσότερα από αυτά, όμως, κράτησαν λίγο, και το ένα στρατόπεδο κέρδισε τελεσίδικα και κατοχύρωσε την κυριαρχία του. Η δική μας περίπτωση ήταν διαφορετική από πολλές απόψεις, και γι’ αυτό το λόγο η δική μας σύγκρουση κράτησε πολύ περισσότερο. Κάποιοι πίστευαν ότι τελείωσε επιτέλους το 1974, με τη μεταπολίτευση. Κάποιοι το πιστεύουν ακόμα. Η πτώχευση της δικιάς μας γενιάς φοβάμαι πως αποδεικνύει ότι αυτή η σύγκρουση δεν τελείωσε ποτέ.
Το 1972 ο μετέπειτα διάσημος καθηγητής πολιτικής επιστήμης και ombudsman της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια δεκαετία Νικηφόρος Διαμαντούρος ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, με θέμα τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Τριάντα χρόνια αργότερα η διατριβή κυκλοφόρησε μεταφρασμένη από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας με το όνομα “Οι απαρχές συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828”, και είναι ένα βιβλίο που προτείνω ανεπιφύλακτα σε όποιον θέλει να καταλάβει γιατί γίναμε έτσι όπως είμαστε, και δεν γίναμε αλλιώς, σαν τους Πορτογάλους ας πούμε, ή σαν τους Ισπανούς.
Γιατί μπορεί εμείς να πτωχεύουμε και να αυτοκαταστρεφόμαστε συνέχεια, αλλά δεν είμαστε ούτε πιο χαζοί, ούτε πιο ευέξαπτοι, ατίθασοι, ή εγωιστές. Δεν είμαστε “χειρότεροι”.
Η διαφορά μας, γράφει ο Διαμαντούρος, έγκειται στο ότι η δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους ήταν πολύ πιο δύσκολη και επεισοδιακή, πράγμα που είχε σοβαρές συνέπειες. Αντίθετα με τους Γάλλους, τους Ισπανούς ή τους Πορτογάλους, που άλλαξαν πολίτευμα -ενίοτε βίαια-, αλλά διατήρησαν κάποιες από τις δομές ενός κράτους που προϋπήρχε, στην Ελλάδα χρειάστηκε να φτιάξουμε κράτος από την αρχή, αντικαθιστώντας το απολυταρχικό “σουλτανικό υπόδειγμα” εννοιολόγησης και λειτουργίας της εξουσίας με κάτι εντελώς διαφορετικό και νέο. Κι αντίθετα με άλλες χώρες που έστησαν κράτος από την αρχή, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ από την αρχή εμφανίστηκε μια “κρίσιμη διασταύρωση”, ένα βίαιο ρήγμα ανάμεσα σε δύο υποδείγματα συγκρότησης κράτους ριζικά διαφορετικά μεταξύ τους, που μάχονταν λυσσαλέα. Γι’ αυτό από την αρχή της Επανάστασης μέχρι το τέλος της, οι Έλληνες έκαναν και δύο εμφύλιους πολέμους, μεταξύ τους.
Το Φεβρουάριο του 1825, ο γραμματέας της Γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Εμίλ Ντεσάζ έγραψε μια καταπληκτική και πολύ διασκεδαστική έκθεση για τα αντίπαλα στρατόπεδα των Ελλήνων, τα αποκαλούμενα ως “δημοκρατικό” και “αντιδημοκρατικό” κόμμα.
Οι “δημοκρατικοί”, να πούμε εδώ, ήταν οι κυρίως νεαρής ηλικίας Έλληνες της διασποράς, που είχαν φέρει τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού από τις πρωτεύουσες της Δύσης σε ένα μέρος όπου καμία από τις οργανικές κοινωνικές ζυμώσεις που τις είχαν γεννήσει αλλού δεν είχε ξεκινήσει καν. Από την άλλη πλευρά, οι “αντιδημοκρατικοί” ήταν οι ηγετικές μορφές της προϋπάρχουσας κοινωνίας, οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά, οι αρματωλοί και οι στρατιωτικοί ηγέτες της επανάστασης, η ηγεσία της Εκκλησίας και οι έμποροι του Αιγαίου. Αυτοί ήθελαν μεν να ξεφορτωθούν τους Τούρκους, αλλά ήθελαν να διατηρήσουν τις υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές δομές και τα προνόμια που τους εξασφάλιζαν -άρα και το “σουλτανικό υπόδειγμα”.
“Τα κόμματα τα ενώνει η επιθυμία τους γα ανεξαρτησία”, έγραφε ο Ντεσάζ, “και η αποστροφή τους για κάθε ξενική επιρροή, αλλά τα χωρίζει ο έλεγχος της εξουσίας. Τα συμφέροντα των εξεχόντων ανδρών και στις δύο παρατάξεις έχουν τόσο λίγες ομοιότητες, ώστε θα πίστευε κανείς ότι ανήκουν σε διαφορετικά έθνη”.
Το ότι οι δημοκρατικοί “κέρδισαν” κατά μία έννοια αποτελεί μια αναπάντεχη και συγκλονιστική εξέλιξη. Μια χώρα ανέτοιμη και οπισθοδρομική, χωρίς προϋπάρχουσες δομές, φόρεσε το μανδύα του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους πολύ νωρίς, έναν αιώνα πριν από το επίσημο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φυσικά η νίκη δεν θα μπορούσε να είναι “καθαρή”, και ο μανδύας έπεφτε λιγάκι άβολος στους απαίδευτους ώμους ενός ανέτοιμου λαού. “Είναι αναγκασμένος κανείς να ομολογήσει”, έγραφε ο Ντεζάζ, που μου φαίνεται λίγο κυνικός και αρκετά γκρινιάρης, “ότι, λόγω του μικρού αριθμού φωτισμένων ανθρώπων που διαθέτει η Ελλάδα, και από τη σκοπιά των αληθινών συμφερόντων του έθνους, η εξέγερση ξέσπασε έναν αιώνα νωρίτερα από ό,τι έπρεπε”.
Η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο τάσεις λοιπόν συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες, το φιλελεύθερο ελληνικό κράτος δυσκολεύτηκε να κατοχυρώσει απολύτως τη νομιμοποίησή του στην κοινωνία και έτσι ποτέ δεν ωρίμασε ορθολογικά. Το πόσο ανέτοιμοι ήμασταν φάνηκε από το πώς εκσυγχρονίσαμε το κράτος: Ανάποδα.
“Η κλασική άποψη περί εκσυγχρονισμού”, γράφει ο Διαμαντούρος, “εντοπίζει τρεις φάσεις της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας: Τις κατηγορίες της ταυτότητας, της εξουσίας και της ισότητας, μ’ αυτή τη σειρά, όπως στην περίπτωση της Ιαπωνίας. (…) Στην Ελλάδα η σειρά τους αντιστράφηκε”.
Η ταυτότητα, για παράδειγμα, ήρθε τελευταία, αφού πρώτα είχαμε φτιάξει σύνταγμα, θεσμούς και νόμους. Η έννοια της “πατρίδας” για τους πρώτους πολίτες της Ελλάδας δεν ανταποκρινόταν σε κάτι ευρύ, στην “Ελλάδα”, σε μια δομή μεγέθους χώρας, με κοινά αποδεκτούς θεσμούς και νόμους, αλλά σε πολύ μικρότερες δομές: Στην επαρχία, στο χωριό και, βεβαίως, στην οικογένεια. Έτσι ήταν πολύ δύσκολο να αποδεχτεί ο πολίτης τους νέους ευρύτερους θεσμούς έτσι ξαφνικά.
Όπως αντιλαμβάνεστε, η δημιουργία του κράτους μας έγινε με εντελώς ασυνήθιστο και αλλοπρόσαλλο τρόπο (θυμίζει, θα έλεγε κανείς, τον τρόπο με τον οποίο μπήκαμε στο ευρώ) και έτσι όλα τα παραπάνω μοιάζουν γνώριμα και αναγνωρίσιμα ακόμα και σήμερα. Η σύγκρουση προοδευτικών/εκσυγχρονιστών με τους συντηρητικούς/αντιμεταρρυθμιστές επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά ανά τους αιώνες, συνεχίζεται αέναα όσα ονόματα κι αν αλλάξουν τα στρατόπεδα. Η αρχική καχυποψία, η συσπείρωση σε μικροσκοπικές κοινωνικές δομές, και η καθυστέρηση εμφάνισης εθνικής ταυτότητας, επίσης έχουν οδηγήσει στην κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία του σήμερα, που εμφανίζεται τελευταία ανάμεσα στις χώρες τις Ευρώπης στις περισσότερες από τις μονάδες μέτρησης του κοινωνικού κεφαλαίου.
Ο λόγος που είμαστε έτσι, αμφιταλαντευόμενοι στο μεταίχμιο ακόμα ανάμεσα στη Δύση και μια ασαφή Ανατολή, επιφυλακτικοί και καχύποπτοι απέναντι στους “ξένους” αλλά και μεταξύ μας, χωρίς εμπιστοσύνη σε θεσμούς που ακόμα, αιώνες μετά, δεν θεωρούμε “δικούς μας”, είναι το ότι οι “δημοκρατικοί” ποτέ δεν κέρδισαν τελεσίδικα. Συγκρούστηκαν (κυρίως πολιτικά αλλά, ενίοτε, και στρατιωτικά) με τους αντιπάλους τους σε όλες τις φάσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, και εξακολουθούν και συγκρούονται και σήμερα. Και, δεν ξέρω αν φταίει η εγγύτητα, αλλά ετούτη η τελευταία καμπή της σύγκρουσης μου μοιάζει εξαιρετικά κρίσιμη και επίφοβη. Πιστεύω ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν θα λυθεί, αν η “δημοκρατική” μας φύση δεν επικρατήσει πολιτικά και κοινωνικά έναντι της “ανατολίτικης” (για να μην πω “αντιδημοκρατικής”), αν όχι απόλυτα, έστω σε βαθμό πρωτοφανή ως τώρα.
Αλλά, δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος.
Την περασμένη Κυριακή, ας πούμε, ο υπέροχος λαός μας, όλοι μαζί, επιλέξαμε ως εκπροσώπους μας στη Βουλή το Δημήτρη Καμμένο, το Γεράσιμο Γιακουμάτο, το Γιώργο Πάντζα και δεκαοχτώ νεοναζί, μεταξύ πολλών άλλων.
Ο Νικηφόρος Διαμαντούρος δεν εξελέγη.
Πηγή: Καθημερινή