της Μαρίας Κατσουνάκη
Αν κάτι δηλώνει η επίθεση του τέως υπουργού Μεταφορών Χρήστου Σπίρτζη προς τον δημοσιογράφο που του υπέβαλε ερώτημα για την υπόθεση Φλαμπουράρη, είναι πανικό. «Αν είχατε άδεια άσκησης επαγγέλματος θα σας την παίρναμε», απάντησε. Βέβαια, εκ των υστέρων, και αφού κατάλαβε ότι επικοινωνιακά εγγράφεται ως φάουλ, έκανε μια προσπάθεια να ανασκευάσει: υποστήριξε ότι δεν είπε «παίρναμε» αλλά «παίρνανε», και απέδωσε την αντίδρασή του στο γεγονός ότι ο δημοσιογράφος ενέπλεξε στην ερώτησή του τα έργα του ΥΠΕΧΩΔΕ με τα έργα της περιφέρειας. Αλλά το ηχητικό ντοκουμέντο είναι αδιάψευστο.
«Αισθάνονται ότι χάνουν την εξουσία και αρχίζουν να αντιδρούν σπασμωδικά», σχολίασε γνώστης της αριστερής –και όχι μόνο– πολιτικής πραγματικότητας.
Θα μπορούσε ο κ. Σπίρτζης να είναι μία ακόμη εκδοχή του στυλ «τι είπατε;» και «από πού είπατε ότι είστε;» που εισήγαγε η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου όταν έκρινε ότι οι ερωτήσεις που δεχόταν υπαγορεύονταν από «συμφέροντα». Τι είδους; Διάφορα. Κυρίως διαπλεκόμενα, «της ντόπιας ή ξένης ολιγαρχίας» (δεν είναι δική της έκφραση αλλά είναι παγία και επαναλαμβανόμενη, διαβατήριο για την ακραιφνή, μαχητική, αριστερά).
Εκτός, βέβαια, από τον κ. Σπίρτζη και την κ. Κωνσταντοπούλου, η γκάμα τής προς τον Τύπο συμπεριφοράς περιελάμβανε και τη μελίρρυτο ευγένεια του κ. Αλέξη Μητρόπουλου: «Ξέρετε πόσο σας τιμώ», έλεγε σε όλους τους δημοσιογράφους που του υπέβαλλαν δημόσια ερωτήσεις. Και δεν ήταν λίγοι. Ο κ. Μητρόπουλος είναι, απλώς, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η αξιοπιστία του Τύπου και πώς κερδίζεται ή χάνεται είναι θέμα πολυπλόκαμο, ασφαλώς όχι καινούργιο, και δεν αφορά το περιεχόμενο αυτού του σημειώματος.
Είναι όμως τουλάχιστον αξιομνημόνευτο ότι στο διάστημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η απαρέσκεια ή ο εκφοβισμός προς όσους εκπροσώπους των ΜΜΕ δεν ήταν εμφανώς «με το μέρος τους» μετατράπηκε σχεδόν σε κανονικότητα. Ενα ιδιότυπο «μπούλινγκ», το οποίο τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής έντασης εκδηλώνεται περισσότερο. Οσο οι ερωτήσεις γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες (τι θα κάνετε με τις μνημονιακές υποχρεώσεις σας, δηλαδή), αναπόφευκτα και πιεστικές, οι απαντήσεις των στελεχών της απελθούσας κυβέρνησης έχουν συνήθως ως στόχο την ίδια την ερώτηση. Γιατί τίθεται, τι εξυπηρετεί κ.ο.κ.
Ακόμη και αυτήν την ύστατη στιγμή της προεκλογικής αναμέτρησης, ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να αναλάβει όχι μόνο την ευθύνη για το τι προηγήθηκε, αλλά και τη δέσμευση για όσα θα ακολουθήσουν. Αρνείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι, ως κυβέρνηση, κρίθηκε και κρίνεται τόσο σε επίπεδο επιλογών όσο και προσώπων. Τα στελέχη του ενοχλούνται από τον έλεγχο και το δηλώνουν με κάθε τρόπο.
Η διαρκής καταγγελία των καναλιών από την κ. Κωνσταντοπούλου δεν την εμπόδισε να καταχραστεί κάθε έννοια ενημέρωσης, μετατρέποντας το κανάλι της Βουλής σε φέουδο. Οταν απέκτησε εξουσία, δηλαδή, ενεργοποίησε τον πιο «παλιό», ελεγκτικό και ασφυκτικό μηχανισμό. Αλλά και η επανασύσταση της ΕΡΤ, για την οποία τόσο επαίρεται ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας την εντάσσει, ανυπερθέτως, στους απολογισμούς του, δεν είναι υπόδειγμα ανεξιθρησκίας. Το «νέο» θα ήταν να δημιουργηθεί μια πραγματικά δημόσια τηλεόραση και όχι να επαναλειτουργήσει με τα πιο «παλιά» κομματικά ανακλαστικά.
Ακόμη και τα non paper που διοχετεύονταν, στη διάρκεια του επταμήνου, από του Μαξίμου, «πληροφορίες» που υποκαθιστούσαν τις επίσημες διαψεύσεις, ακύρωναν στην πράξη την όποια διακήρυξη για ανοιχτή και υπεύθυνη ενημέρωση. Εν ολίγοις, η «πρώτη φορά Αριστερά» στηρίχτηκε στην προπαγάνδα που η ίδια κατήγγειλε, χάνοντας ένα ακόμη «ηθικό πλεονέκτημα»: την αντικειμενική ενημέρωση.
Πηγή: Καθημερινή