Ένα αξεπέραστο κείμενο του Πλούταρχου
O Πλάτωνας στους Νόμους απαγορεύει να παίρνει κανείς νερό από τη γη των γειτόνων του αν δεν έχει πρώτα αποτύχει να βρει νερό στον δικό του τόπο, έχοντας σκάψει μέχρι να συναντήσει τη λεγόμενη κεραμίτιδα, δηλαδή στρώμα αργίλου (η άργιλος είναι λιπαρή και συμπαγής, κατακρατεί το υγρό και δεν το αφήνει να τη διαπεράσει)· επιβάλλει ωστόσο να μοιράζονται το νερό των γειτόνων τους όσοι δεν μπορούν να έχουν δικό τους, καθώς ο νόμος οφείλει, στη δυσπραγία, να παρέχει βοήθεια. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να υπάρχει και για τα χρήματα νόμος, που να απαγορεύει στους ανθρώπους να δανείζονται από άλλους και να καταφεύγουν σε ξένες πηγές, αν πρώτα δεν εξετάσουν τη δική τους περιουσία και τις δικές τους δυνατότητες, και δεν ξεχωρίσουν και συγκεντρώσουν, σταγόνα σταγόνα, ό,τι τους είναι χρήσιμο και αναγκαίο;
Στις μέρες μας, η τρυφή, η μαλθακότητα και η πολυτέλεια έχουν κάνει τους ανθρώπους να μη χρησιμοποιούν αυτά που έχουν, μολονότι έχουν αρκετά· δανείζονται λοιπόν έναντι υψηλών τόκων, ενώ τίποτα δεν τους αναγκάζει. Περίτρανη απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι κανείς δεν δανείζει σε άνθρωπο που δεν έχει οικονομικούς πόρους· δανείζουν σ’ εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη άνεση· και φέρνουν μάρτυρες και παρέχουν εγγυήσεις για το ότι είναι άξιοι δανεισμού επειδή έχουν περιουσία, ενώ ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο θα έπρεπε να μη δανείζονται καθόλου. (…)
Θέλω να δείξω σ’ όσους σπεύδουν απερίσκεπτα να δανειστούν πόση ντροπή φέρνει αυτό και πόση στέρηση της ελευθερίας, καθώς και ότι ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας. Έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου. Ας τα δούμε αυτά τα δύο, το καθένα ξεχωριστά. Ο Κάτων είπε σ’ έναν μοχθηρό ηλικιωμένο άντρα: «Γιατί, άνθρωπέ μου, στα πολλά κακά των γερατειών προσθέτεις και την ντροπή της μοχθηρίας;». Έτσι κι εσύ, στη φτώχεια, που πολλά κακά φέρνει μαζί της, μην προσθέτεις και τις ταλαιπωρίες του δανεισμού και του χρέους, αλλά και μην της στερείς το μόνο στο οποίο υπερέχει του πλούτου, την ξεγνοιασιά. Γιατί τότε προκύπτει η γελοία κατάσταση της παροιμίας: Δεν μπορώ να κουβαλήσω την κατσίκα, φορτώστε στους ώμους μου το βόδι. Ενώ λοιπόν δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα από τη φτώχεια σου, φορτώνεις στον εαυτό σου και τον δανειστή φορτίο δυσβάσταχτο και για άνθρωπο πλούσιο. Μα, πώς θα ζήσω; ρωτάς, ενώ έχεις χέρια, έχεις πόδια, έχεις φωνή, είσαι άνθρωπος και άρα ικανός να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να προσφέρεις και να εκφράζεις ευγνωμοσύνη για όσα σου προσφέρουν. Γίνε δάσκαλος, παιδαγωγός, θυρωρός, ναυτικός· τίποτε απ’ αυτά δεν είναι πιο επαίσχυντο ούτε και πιο δυσάρεστο από το ν’ ακούς να σου λένε «πλήρωνε».
Aπ’ αυτό το σημείο και εξής απευθύνομαι στους πιο εύπορους και στους πιο καλομαθημένους, σ’ εκείνους που λένε: «Μα, θα μείνω χωρίς δούλους, χωρίς σπιτικό και χωρίς στέγη;». Σαν να λέει στον γιατρό ένας άρρωστος, με σώμα πρησμένο από την ασθένεια: «Μα, θα γίνω ισχνός και άσαρκος;». Γιατί όχι, αν έτσι θα είσαι υγιής; Μείνε λοιπόν κι εσύ χωρίς δούλους, για να μη γίνεις δούλος ο ίδιος και χωρίς περιουσία, για να μη γίνεις περιουσία άλλου. (…)
Ο Θηβαίος Κράτης, χωρίς να έχει κανέναν δανειστή να τον πιέζει και χωρίς μάλιστα να χρωστάει σε κανέναν, μη μπορώντας ν’ αντέξει τις καθημερινές ευθύνες, τις έγνοιες και τους περισπασμούς, εγκατέλειψε μια περιουσία οκτώ ταλάντων, φόρεσε έναν φθαρμένο χιτώνα, πήρε κι ένα δερμάτινο σακούλι, και βρήκε καταφύγιο στη φιλο- σοφία και την πενία. Ενώ ο Αναξαγόρας άφησε τη γη του να γίνει βοσκοτόπι. Αλλά γιατί μιλάμε γι’ αυτούς, όταν ο Φιλόξενος, ο λυρικός ποιητής, έχοντας κλήρο σε σικελική αποικία, πολύ άνετη ζωή και πλούσιο σπιτικό, βλέποντας να βασιλεύει γύρω του η τρυφή, η ηδυπάθεια και η αμουσία, είπε: «Μα τους θεούς, απ’ το να χαθώ εγώ εξαιτίας αυτών των αγαθών, προτιμότερο να χάσω εγώ αυτά»· κι αφήνοντας σε άλλους τον κλήρο του, εγκατέλειψε το νησί. Κι όμως ο οφειλέτες ανέχονται τις πιέσεις των δανειστών, ανέχονται να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας, να γίνονται σκλάβοι, να εξαπατώνται· και υπομένουν, όπως ο Φινέας, να τους κλέβουν και να τους λεηλατούν φτερωτές Άρπυιες, που τους αρπάζουν την τροφή χωρίς καν να περιμένουν να έρθει η ώρα της· αγοράζουν το σιτάρι πριν θεριστεί και το λάδι πριν πέσει η ελιά, και λένε: «Για το κρασί δίνω τόσο» και σημειώνουν την τιμή· ενώ το σταφύλι κρέμεται ακόμη στο κλήμα, προσμένοντας τον Αρκτούρο.
– – – – – – – – – –
ΥΓ.:Αποσπάσματα από ένα σύντομο κείμενο του Πλούταρχου για τις «Συμφορές του Δανεισμού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Πέρα από το απολαυστικό, διάφανο ύφος, εκπλήσσεται κανείς από το πόσο ακούραστα και απαράλλαχτα είναι τα βίτσια τωνανθρώπων (και των εθνών) μέσα στους αιώνες. Διαβάζοντάς το, τα βλέπεις όλα: τη φούσκα του ελληνικού χρηματιστηρίου,την πρησμένη Ολυμπιάδα, την επιθετική απληστία των σελέμπριτις, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που δεν είχαν να φάνε αλλά ήθελαν κάμπριο, τις τράπεζες που πρόθυμα τα έσπρωξαν στον γκρεμό.
Και βλέπεις και τη λύση (για την οποία ποτέ δεν είναι αργά): παράτησε τα περιττά που σε υποδουλώνουν, αρκέσου στα λίγα και ουσιώδη που σε αφήνουν ελεύθερο.
Ένα ακόμα εκπληκτικό κείμενο από τον άνθρωπο που έγραψε, μεταξύ άλλων, το αξεπέραστο «Για τη γαλήνη της ψυχής».
Πηγή: LiFO