του Νίκου Κωνσταντάρα
Είτε η κυβέρνηση καταλήξει σε κάποια συμφωνία με τους δανειστές, είτε η Ελλάδα βρεθεί στα βαθιά χωρίς περαιτέρω δάνεια, χωρίς εξωτερική στήριξη, σύντομα η χώρα θα είναι αναγκασμένη να ζει με πολύ λιγότερα χρήματα απ’ όσα είχε έως τώρα. Το σημαντικότερο ερώτημα τότε θα είναι πώς θα συνεχίσουμε – ποιοι θα μπορέσουν να ενώσουν έναν πληγωμένο και φοβισμένο λαό και να τον οδηγήσουν στη σταθερότητα, τη σοβαρότητα και την ευημερία; Ποιοι θα τολμήσουν τις αλλαγές που χρειάζονται; Οταν τις καλές εποχές αδυνατούσαν να συνεννοηθούν οι πολιτικές δυνάμεις για το καλό του τόπου, θα μπορέσουν όταν οι συνθήκες θα είναι απείρως πιο δύσκολες;
Οσο απαραίτητη θα είναι η ομόνοια αύριο, τόσο αποθαρρυντικά είναι τα σημάδια σήμερα. Η κυβέρνηση έχει την πρωτοβουλία κινήσεων και την ευθύνη για όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες και όσα θα ακολουθήσουν. Δεν έχει δείξει καμία διάθεση για εθνική συνεννόηση, ενώ εδώ και καιρό είναι φανερό ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο όσον αφορά τις συζητήσεις με τους εταίρους και δανειστές αφενός και σε αμηχανία για το πώς θα χειριστεί την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας και τις διαφωνίες εντός του κυβερνώντος κόμματος. Απειλώντας συνεχώς τους δανειστές με ρήξη, κυβερνητικά στελέχη την έχουν κάνει πράξη στο εσωτερικό μέτωπο εδώ και μήνες. Δεν είναι μόνο η συντονισμένη προετοιμασία να χρεωθεί η ενδεχόμενη αποτυχία της διαπραγμάτευσης στους ξένους και στην αντιπολίτευση, αλλά πολλά προβεβλημένα στελέχη προσπαθούν συνειδητά να κλιμακώσουν την ένταση. Μεταξύ αυτών είναι η πρόεδρος της Βουλής.
Ο θυμός και η διχόνοια ίσως ενθουσιάζουν και συσπειρώνουν τους οπαδούς σήμερα, αλλά δεν θα λύσουν κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Είτε εντός νέας συμφωνίας είτε εκτός, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να παραμείνουν οι συντάξεις στο σημερινό επίπεδο· η αβεβαιότητα, καθώς και η εχθρική διάθεση αρμόδιων υπουργών, υπονομεύει τη δυνατότητα επενδύσεων από επιχειρήσεις, οι οποίες θα απορροφήσουν ανθρώπους που βρίσκονται στην ανεργία. Και οι προνομιούχες ομάδες –αυτές που χαίρουν της συμπάθειας και στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ– ίσως αναγκαστούν να ζήσουν με λιγότερα χρήματα απ’ όσα περίμεναν. Είναι προφανές ότι η επιστροφή στην προμνημονιακή εποχή, την οποία η κυβέρνηση ευαγγελίζεται, δεν θα είναι η επανάκτηση του χαμένου παραδείσου. Οποιος κυβερνά τώρα πρέπει να ταΐσει τα πλήθη με ελάχιστα καρβέλια – με όσα παράγει ο τόπος. Αυτό που ζητούσαν οι δανειστές θα το επιτάσσει η πραγματικότητα. Αυτό που κανένα κόμμα δεν μπορούσε να πετύχει θα παραμένει ζητούμενο.
Η λύση είναι γενναία μεταρρύθμιση στην οικονομία, εξυγίανση των κρατικών δομών, δικαιοσύνη και ισονομία. Οι ταλαιπωρημένοι από τη λιτότητα πολίτες πρέπει να αποκτήσουν βελτιωμένες υπηρεσίες και συνθήκες ζωής «ισοδύναμες» με τις απώλειες που υπέστησαν. Αυτά τα αγαθά η ελληνική πολιτική ελίτ δεν κατάφερε να τα προσφέρει στους πολίτες ούτε όταν το χρήμα έρρεε άφθονο. Τα αντιπολιτευτικά κόμματα αντιστέκονταν σε μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό, και, σε αρκετές περιπτώσεις, το ίδιο έκαναν τα κυβερνώντα κόμματα – στελέχη των οποίων ήθελαν να αποφύγουν το πολιτικό κόστος που επισείει η υπεύθυνη στάση.
Σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία, η χώρα μπορεί να κυβερνηθεί μόνο με την ευρεία συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, με την τήρηση των νόμων και με σεβασμό προς τους θεσμούς. Χάθηκε πολύς χρόνος και χρήμα και τώρα απαιτείται εθνική προσπάθεια για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Πριν από την κρίση δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, ενώ υπό την πίεση των ξένων ξύπνησαν άλλα ανακλαστικά και αδυνατούσαμε να λειτουργήσουμε. Οταν θα βρεθούμε μόνοι, υπεύθυνοι της τύχης μας, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη να εξασφαλίσουμε το μέλλον μας και να σταθούμε όρθιοι, με δικές μας δυνάμεις.
Πηγή: Καθημερινή