του Κωνσταντίνου Ζούλα
Συγχωρέστε με που θα ξεκινήσω με κάποια νούμερα, αλλά έχει, νομίζω, σημασία να γραφούν σήμερα. Τις εκλογές του 2004 η Ν.Δ. τις κέρδισε έχοντας ψηφισθεί από 3,36 εκατομμύρια πολίτες και το ΠΑΣΟΚ, που τη διαδέχθηκε το 2009, ψηφίστηκε από 3 εκατ. πολίτες. Η Ν.Δ. κατέρρευσε τότε λαμβάνοντας 2,29 εκατ. ψήφους. Συγκεκριμένα, τον κ. Καραμανλή ψήφισαν 2.295.719 πολίτες. Ξέρετε με πόσες ψήφους κυβερνά ο κ. Τσίπρας; Με 50.000 λιγότερες από αυτές που συνετρίβη ο κ. Καραμανλής το 2009. Στις εκλογές του Ιανουαρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ακριβώς 2.245.978 ψήφους.
Ο πρόλογος δεν ενέχει, βέβαια, τον χαρακτήρα της αμφισβήτησης της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Καθώς, ωστόσο, οι υπουργοί του κ. Τσίπρα επικαλούνται διαρκώς ως «ισχυρή» τη λαϊκή εντολή που έχουν, θα πρέπει κάποιος να τους θυμίσει ότι έχουν ψηφισθεί από το 22,5% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και ότι ουδέποτε στη Μεταπολίτευση υπήρξε κυβερνητικό κόμμα με τόσο ισχνή λαϊκή στήριξη, όσο το 36,3% που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί κρίνω αναγκαίες τις αυτονόητες αυτές επισημάνσεις; Απλούστατα, διότι θεωρώ αδιανόητο να οδηγηθεί η χώρα εκτός Ευρώπης χωρίς να ερωτηθούν οι πολίτες, με απολύτως συγκεκριμένο τρόπο, για το αν επιθυμούν να ζήσουν σε μια τριτοκοσμική χώρα. Πολύ περισσότερο, όταν ο λόγος για τον οποίο εξεβίασε τις εκλογές ο κ. Τσίπρας ήταν να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων εντός της ευρωζώνης κι όχι να την οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή.
Εδώ που έχουμε φτάσει, ο καθένας οφείλει να διατυπώνει την άποψή του χωρίς περιστροφές. Η χώρα κυβερνάται από ένα συνονθύλευμα ιδεοληπτικών ανθρώπων, πολλοί εκ των οποίων δεν είχαν καν εργαστεί στη ζωή τους. Βρέθηκαν στην εξουσία υφαρπάζοντας την ψήφο με ανέφικτες υποσχέσεις και ζούσαν μέχρι πρότινος με τη φαντασίωση ότι θα μεταβάλουν τον ρουν, όχι μόνον της ευρωπαϊκής αλλά της παγκόσμιας οικονομίας. Και τώρα που συνειδητοποιούν ότι το παιδικό τους κομμουνιστικό απωθημένο δεν έχει ούτε έναν σύμμαχο στον πολιτισμένο κόσμο, επιχειρούν να ενοχοποιήσουν τους εταίρους της Ελλάδας ως τάχα εχθρούς της, για να μη χάσουν την εξουσία.
Είναι πραγματικά απίστευτο ότι οι υπουργοί μιας κυβέρνησης, η οποία υποτίθεται ότι διαπραγματεύεται σκληρά επί 4 μήνες, αναίσχυντα πια παραδέχονται ότι η απόληξη είναι τρισχειρότερη από το email Χαρδούβελη, χωρίς καν να ντρέπονται που με τον τρόπο αυτό ομολογούν την παταγώδη αυτοδιάψευσή τους και τον εμπαιγμό των πολιτών. Υπάρχει, όμως, λόγος που το κάνουν.
Ο κ. Τσίπρας, μη έχοντας κανένα ρεαλιστικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και μη ελέγχοντας το μισό κόμμα του που εξαρχής επιθυμούσε την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε., έχει ταμπουρωθεί συνειδητά πίσω από μια στείρα άρνηση σε οτιδήποτε του προτείνεται. Ενοχοποιεί τους εταίρους, διότι απλούστατα δεν έχει καμιά βιώσιμη οικονομική λύση να αντιπροτείνει και κυρίως διότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να κρατήσει συσπειρωμένους και πεπλανημένους όσους τον εμπιστεύθηκαν.
Κάπου εδώ, όμως, μεγιστοποιείται η ευθύνη της αντιπολίτευσης. Η χώρα κρέμεται πια σε μια κλωστή και οι εκλογές φαίνονται ως η μόνη διέξοδος. Οι κ. Σαμαράς, Θεοδωράκης και Βενιζέλος έχουν τούτη την ώρα μια διπλή ιστορική ευθύνη. Οχι μόνον να καταδείξουν τι θα σημάνει για τη ζωή μας η επιστροφή στη δραχμή, αλλά να συμβάλουν στο τέλος του διχασμού των πολιτών, που συντηρεί ο ανερμάτιστος ΣΥΡΙΖΑ. Πρωτίστως, ο κ. Σαμαράς οφείλει, επιτέλους, να συνειδητοποιήσει ότι η δική του δικαίωση δεν συνδέεται με τη σωτηρία της χώρας. Διότι, ακόμη κι αν γίνουν εκλογές με το δίλημμα ευρώ ή δραχμή και η Ν.Δ. οριακά τις ξανακερδίσει, ο κ. Σαμαράς θα είναι ανέφικτο να κυβερνήσει έχοντας και πάλι απέναντί του σύσσωμο το αντιμνημονιακό μπλοκ να τον κατηγορεί ακόμη κι ως προδότη των εθνικών συμφερόντων.
Η μόνη λύση που προσωπικά βλέπω, για να βρει, επιτέλους, η χώρα μια στοιχειώδη ηρεμία και κυρίως να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της, είναι η άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου με την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών. Αν οι κ. Σαμαράς, Θεοδωράκης και Βενιζέλος εισηγηθούν από κοινού την αναλογική κατανομή των εδρών, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει κανένα πρόσχημα να την απορρίψει κι ο νόμος θα ισχύσει αμέσως. Από τις κάλπες, έτσι, θα προκύψει κατ’ ανάγκην μια κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης, η οποία θέλοντας και μη θα καταθέσει στην Ε.Ε. ένα σχέδιο κοινής αποδοχής. Είναι ο μόνος τρόπος για να βρει η χώρα έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή και να γλιτώσει από μια εθνική καταστροφή, που θα τη γράφουν τα βιβλία Ιστορίας του μέλλοντος, αν υπάρχει η χώρα όπως την ξέρουμε σήμερα.
Πηγή: Καθημερινή