του Νίκου Κωνσταντάρα
Ισως και αυτή την εβδομάδα η κυβέρνηση να αναγκαστεί να δεχθεί μια συμφωνία που θα διχάσει το κυβερνών κόμμα ή θα συνεχίσει να στέκεται ακίνητη σαν λαγός υπνωτισμένος από τα φώτα του φορτηγού. Και στις δύο περιπτώσεις η χώρα θα πάψει να αιωρείται, μετέωρη και παράλυτη, και θα πρέπει να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα, με την ανάγκη να κρατήσουμε όσα μπορούμε, με λιγότερα χρήματα. Ολο τον τελευταίο καιρό –πριν από τις εκλογές, αλλά κυρίως μετά– η Ελλάδα γλίστρησε μέσα σε έναν ανύπαρκτο κόσμο, όπου όλα διαστρεβλώνονται, όπου λέξεις δεν συνδέονται με πράξεις, όπου η απραξία προβάλλεται ως δράση και αποφασιστικότητα. Οι τελευταίοι τρεις μήνες ξεχωρίζουν ― είναι το διάστημα στο οποίο δόθηκε σε όλα τα παραμύθια της Μεταπολίτευσης η ελευθερία να εκτυλιχθούν χωρίς φραγμό, και έτσι να δείξουν πού μας οδηγούν.
Στη λογική, η αδυναμία ενός εσφαλμένου επιχειρήματος μπορεί να αποδειχθεί όταν αυτό αναπτύσσεται σε υπερβολικό βαθμό, ώστε να φαίνεται παράλογο. Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες της στιγμής που η φούσκα των ψευδαισθήσεων και διαστρεβλώσεων της δημόσιας ζωής και της οικονομίας είναι πλέον τόσο μεγάλη που ή θα σπάσει ή θα προλάβει να ξεφουσκώσει σταδιακά. Δεν είναι σύμπτωση ότι στο τιμόνι της χώρας βρίσκεται ένα κόμμα το οποίο έδειχνε ότι θα εκπροσωπούσε το 4% περίπου των ψηφοφόρων αλλά ξαφνικά βρέθηκε πάνω σε έναν χείμαρρο που εξέφραζε την ανάγκη πολλών ψηφοφόρων να διατηρήσουν τα παραμύθια με τα οποία ζούσαν για τόσα χρόνια. Μια συλλογική άρνηση της πραγματικότητας έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, και, την ίδια ώρα, τον εμποδίζει να διαχειριστεί την κατάσταση. Και να ήθελε να αλλάξει τώρα, το κυβερνών κόμμα αδυνατεί ― ούτε ανέπτυξε κάτι άλλο για να προσφέρει στους ψηφοφόρους αλλά ούτε τα ίδια τα στελέχη του μοιάζουν να θέλουν να διαχειριστούν τη μιζέρια της αλήθειας. Γι’ αυτό έχουν έτοιμες δικαιολογίες και καταγγελίες, γι’ αυτό κυβερνητικά στελέχη εκτοξεύουν δηλητήριο με τόση ευκολία εναντίον όσων πιστεύουν ότι δεν συμφωνούν μαζί τους. Οι ευγενικοί διανοούμενοι του περιθωρίου ξαφνικά αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να χρεωθούν τη χρεοκοπία ή να αναγκαστούν να αθετήσουν τις υποσχέσεις τους και γίνονται αγνώριστοι. Ως ξόρκι, επαναλαμβάνουν τις υποσχέσεις τους, καταγγέλλουν τους άλλους, εφαρμόζουν την πολιτική τους σαν να μην υπάρχουν δανειστές ή όρια και περιμένουν κάτι να συμβεί που θα τους βγάλει από τη δύσκολη θέση.
Στο υπουργείο Παιδείας, παρότι διαφωνούν μεταξύ τους σε αρκετά σημεία, ο υπουργός και ο αναπληρωτής του δείχνουν να απολαμβάνουν με επαναστατικό ζήλο το έργο τους ― χωρίς να ταλαιπωρούνται από τη σκέψη ότι η επιβολή αποτυχημένων πρακτικών και η απομόνωση των παιδιών μας από την Ευρώπη είναι ολέθρια οπισθοδρόμηση. Κυβερνητικά στελέχη επαναπροσλαμβάνουν δημοσίους υπάλληλους και μάχονται υπέρ της συνέχισης των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων σαν η υπόθεση να αφορά μόνο ποιοι είναι οι καλοί (που προσλαμβάνουν, που στηρίζουν όσους θέλουν να συνταξιοδοτούνται νέοι) και ποιοι είναι κακοί ― όσοι επιμένουν ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις τα χρήματα δεν φθάνουν για να έχουν όλοι όσα χρειάζονται. Οταν κορυφαία κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν ότι μισθοί και συντάξεις θα πληρωθούν και ας μην πληρωθεί η επόμενη δόση στο ΔΝΤ, προσποιούνται ότι αυτό δεν θα σημαίνει ότι τον επόμενο μήνα δεν θα πληρωθούν όχι μόνο το ΔΝΤ οι αλλά και οι μισθοί και συντάξεις. Και εδώ, η άρνηση της πραγματικότητας παρουσιάζεται ως θέση αξιοπρέπειας και όχι ως ζαριά απελπισίας, τη στιγμή που η απραξία τορπιλίζει την οικονομία και, στο τέλος, τα εισοδήματα όλων.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ κέρδισε τις εκλογές λόγω των αποτυχιών των προηγούμενων κυβερνήσεων και του προγράμματος της τρόικας. Εδωσε ελπίδα σε όσους πίστευαν ότι δεν είχαν να χάσουν τίποτα και σε όσους φοβόνταν ότι θα έχαναν ακόμη περισσότερα από τα προνόμιά τους. Τα συμφέροντα αυτών των δύο ομάδων βρίσκονται σε σύγκρουση. Εάν ο Αλέξης Τσίπρας ήθελε πράγματι να είναι χρήσιμος για τον λαό, θα είχε ξεκαθαρίσει πολύ νωρίς τι μπορεί να πετύχει και τι όχι, θα υποχρέωνε τα απαράτσικ και τους ουτοπιστές να επιλέξουν εάν είναι με τους λίγους δικούς τους ή με τους πολλούς. Ολοι συνεχίζουν όπως πριν, σαν οι θέσεις που παλιά είχαν την εμπιστοσύνη του 4% να είναι πιο πολύτιμες από την επιβίωση του συνόλου. Και αντί να βλέπουν ότι οι απόλυτες θέσεις τους διευρύνουν το χάσμα με τους δανειστές, επιμένουν ότι η συμφωνία είναι κοντά, υπονοώντας ότι εάν δεν επιτευχθεί, φταίνε αποκλειστικά «οι άλλοι». Και αυτή η πρακτική, τραβηγμένη στα άκρα, υπό τη δοκιμασία της πραγματικότητας, αποδεικνύει το πόσο άτοπη και άχρηστη είναι.
Πηγή: Καθημερινή