του Γιώργου Παπαϊωάννου
Λέγεται ότι σε μια διαπραγμάτευση η αδύναμη πλευρά καλό είναι να αποδεχθεί την πρώτη προσφορά που κάνει η άλλη πλευρά, γιατί η επόμενη θα είναι χειρότερη. Και αυτό έρχεται να επαληθευτεί για ακόμη μία φορά στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ΦΠΑ που αφορά όλους τους πολίτες, όσο πλούσιοι ή φτωχοί και αν είναι. Διότι ο ΦΠΑ δεν κάνει διακρίσεις: τον ίδιο πληρώνει ο άνεργος, τον ίδιο ο υψηλά αμειβόμενος και ο μεγαλοεισοδηματίας. Στο περίφημο e-mail Χαρδούβελη λοιπόν η συζήτηση ήταν να αρθεί η εξαίρεση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία με στόχο να αυξηθούν τα έσοδα κατά περίπου 250 εκατ. ευρώ.
Σήμερα, η αλλαγή αφορά όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Καθημερινά ακούμε διάφορα σενάρια για τους συντελεστές. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διαπραγματεύεται λέει σκληρά και οι συντελεστές τη μία γίνονται από τρεις δύο και ύστερα ένας για να ξαναγίνουν τρεις και την άλλη πηγαίνει πάνω ο μικρός και κατεβαίνει ο μεγάλος και τανάπαλιν. Ομως το τελικό αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Γιατί όλο αυτό το αλισβερίσι γίνεται για έναν και μόνο λόγο. Για να αυξηθούν τα έσοδα από τον ΦΠΑ. Δεν υπάρχει άλλος λόγος. Οι πιστωτές δεν κόπτονται για ένα πιο δίκαιο σύστημα, ούτε η κυβέρνηση αντιπαρατίθεται για να εξαλείψει τις αδικίες. Οπου και να κάτσει η μπίλια, ένα είναι σίγουρο: ότι θα πληρώσουμε περισσότερα σε ΦΠΑ. Πόσα; Πολύ περισσότερα από τα 250 εκατ. ευρώ που ζητούσαν την προηγούμενη φορά οι πιστωτές.
Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς ακόμη και πάνω από 1 δισ. ευρώ. Δηλαδή, θα πληρώσουμε παραπάνω σε ΦΠΑ σχεδόν μισό ΕΝΦΙΑ! Και αυτό ανεξάρτητα με το αν είναι ένας, δύο ή τρεις οι συντελεστές, αν θα ανέβει ο μικρός και θα κατέβει ο μεγάλος ή το αντίθετο. Και τα χρήματα αυτά θα αφαιρεθούν από την οικονομία, η οποία όχι μόνο έχει χάσει το όποιο μομέντουμ ανάκαμψης είχε όταν γινόταν η συζήτηση με το e-mail Χαρδούβελη, αλλά και φλερτάρει με την ύφεση, αν δεν έχει επιστρέψει για τα καλά.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν στην κυβέρνηση είναι οι Σαμαράς – Βενιζέλος ή οι Τσίπρας – Καμμένος. Εχει να κάνει με τον λαϊκισμό και τον λαϊκίστικο τρόπο με τον οποίο το πολιτικό σύστημα εν γένει και τα εκάστοτε κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία προσεγγίζουν τη διαπραγμάτευση. Και όσο αυτός ο τρόπος δεν αλλάζει, η χώρα θα αδυνατεί να φύγει μπροστά, όπως το έκαναν όλες οι άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα, και η οικονομία θα παραμένει στο τέλμα στο οποίο καθημερινά βυθίζεται όλο και πιο βαθιά.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ