του Πάσχου Μανδραβέλη
Γράφαμε και παλιότερα για την κυβέρνηση του «έλα μωρέ…». Σε κάθε πρόβλημα τα κυβερνητικά στελέχη έχουν μια μόνιμη επωδό: «και τι έγινε, που κατέλαβαν την Πρυτανεία είκοσι αναρχικοί;»· «σαράντα χρόνια καίγεται η Αθήνα, τώρα σας πείραξε;»· «παίρνει η κυβέρνηση τα αποθεματικά των Ταμείων και κάτι έγινε…»· «δεν χάθηκε ο κόσμος που μερικές χιλιάδες μετανάστες λιάζονται στις πλατείες (σ.σ.: έτσι κι αλλιώς εξαφανίζονται)…»· «Σιγά! Φεύγουν επενδύσεις κι έσταξε η ουρά του γαϊδάρου…».
Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται στην άτεχνη δικαιολόγηση που επιχειρείται για να καλυφθούν οι γκάφες, αστοχίες και τα ψεύδη της κυβέρνησης. Η καφενειακή ανάλυση του «έλα μωρέ… Σιγά, τι έγινε;» μετασχηματίζεται πολλάκις στο «έλα μωρέ… Σιγά, τι θα γίνει;». Βοά ο κόσμος περί επικείμενου Grexit και η κυβέρνηση βλέπει «σχέδιο πιέσεων για υποχώρηση στις διαπραγματεύσεις». Απαντες -Αγγλοι, Γάλλοι, Αμερικανοί και Πορτογάλοι- λένε ότι η Ευρωζώνη είναι έτοιμη για να απορροφήσει τις επιπτώσεις μιας ελληνικής χρεοκοπίας και η Ελλάδα θα ζήσει πραγματική ανθρωπιστική κρίση και η κυβέρνηση βλέπει Αρμαγεδδώνα σε όλο τον κόσμο, πλην Ελλάδος. Ολοι -μα όλοι!- ζητούν μεταρρυθμίσεις για να ξεκολλήσει η οικονομία από το τέλμα και η κυβέρνηση σιγοσφυράει τον παλιό σκοπό «δεν θα πάρουμε υφεσιακά μέτρα»· λες και τώρα η οικονομία πετάει. Σε κάθε προειδοποίηση από το εξωτερικό η κυβέρνηση απαντά «δεν θα τολμήσουν…».
Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, όταν έπρεπε να μαθαίνουν ιστορία, αμπελοφιλοσοφούσαν στις καταλήψεις. Τότε που έπρεπε να διδάσκονται, διέκοπταν τους καθηγητές για να κάνουν συνέλευση. Οταν έπρεπε να διαβάζουν, κονταροχτυπιόνταν στα αμφιθέατρα για τις διαδικασίες. Η χώρα γίνεται θύμα της βαθύτατης αγραμματοσύνης του νέου πολιτικού της δυναμικού, μιας γενιάς που έμαθε να μηρυκάζει παλιά αριστερά τσιτάτα. Τα παιδιά που τώρα μας κυβερνούν είναι προϊόντα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που επένδυσε στο «δημοκρατικό πέντε» αλλά όχι στη γνώση.
Υπάρχουν κάποιοι ανατριχιαστικοί ιστορικοί παραλληλισμοί της σημερινής κατάστασης με το προοίμιο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στη διακοίνωση των συμμάχων το 1920 ότι η επαναφορά του Κωνσταντίνου θα σήμαινε ρήξη στις σχέσεις τους με την Ελλάδα, η εφημερίδα των αντιβενιζελικών Σκριπ (23.11.1920) απαντούσε: «Αι Δυνάμεις με προειδοποιούν ότι αν επαναφέρω τον Βασιλέα μου θα δημιουργηθούν μεταξύ μας σχέσεις όχι φιλικαί. Θα επαναφέρω λοιπόν ΕΓΩ τον βασιλέα μου διότι είμαι βέβαιος ότι αι Δυνάμεις… δεν θα έχουν λόγον να δυσπιστούν και να ανησυχούν, συνεπώς αι σχέσεις μας δεν θα ζημιωθούν… Ας υποθέσω προς στιγμήν ότι θα απεφάσιζαν να μετέλθουν μέσα πιεστικά εναντίον μου. Ποιά θα είνε αυτά; Αποκλεισμός; Ο πόλεμος έληξε και εις το καταστατικόν της Κοινωνίας των Εθνών υπάρχει διάταξις απαγορευτική. Εμπορικός αποκλεισμός; Είμαι πελάτης τους, καταναλωτής δηλαδή… Βεβαίως θα εζημιούμην εγώ, αλλά θα εζημιούντο άλλο τόσον κι αυτοί. Οικονομικαί πιέσεις; Και αυταί θα ήσαν επιζήμιοι και δι’ αυτούς εφόσον είνε δανειστές μου κι εγώ οφειλέτης των. Αναθεώρησις της Συνθήκης των Σεβρών εις βάρος μου; Ανεξαρτήτως του ότι κρατώ διά του στρατού μου την Θράκην και την Σμύρνην… προς ποίον θα έδιδον την Σμύρνην και την Θράκην αν μου τας αφήρουν; Από την Συνθήκη των Σεβρών ο κερδίσας είναι κυριώτατα η Αγγλία και κατόπιν οι άλλοι σύμμαχοι… Η συνθήκη δεν είναι καθόλου εύκολο να αναθεωρηθεί. Και πάλι λοιπόν θα επαναφέρω τον Βασιλέα μου…».
Αυτό ήταν το πνεύμα της κυβερνώσας παράταξης που οδήγησε την χώρα στα βράχια της Μικράς Ασίας. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, αυτή που αγνοεί (όπως απέδειξε και ραδιοφωνικώς) ο κ. Αλέκος Φλαμπουράρης, πόσο δε μάλλον οι ιδεολογικοί του επίγονοι…
Πηγή: Καθημερινή