του Στέφανου Κασιμάτη
Το λένε τα χιλιοτραγουδισμένα «τρία πουλάκια» του δημώδους (αυτά που συνήθως κάθονται και αρχίζουν να λένε, για όσους δεν θυμούνται), το λέει η πείρα του καθενός μας, το λένε και οι καλύτεροι ψυχίατροι-ψυχαναλυτές: κάθε άνθρωπος έχει την τάση να συγκρατεί τις εμπειρίες που επιβεβαιώνουν τη δική του αντίληψη για τον κόσμο και να απωθεί εκείνες που την αμφισβητούν. Εν ολίγοις, είναι πολύ φυσικό να προτιμούμε τις ευκολίες της ζωής από τις δυσκολίες της.
Επειδή στην Ελλάδα και ειδικά στο πολιτικό κατεστημένο της τα σύγχρονα ρεύματα φθάνουν πάντα με σχετική καθυστέρηση, υπάρχουν ακόμη πολλοί που δεν έχουν καταλάβει ότι το φιλελεύθερο πολυπολιτισμικό μοντέλο (υποτιθέμενη πανάκεια, κάποτε, για την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικών και θρησκευτικών παραδόσεων στην ίδια κοινωνία) έχει προ πολλού φθάσει στα λογικά όριά του. Ιδίως δε στις χώρες εκείνες που πρώτες το διαμόρφωσαν: Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία.
Η υιοθέτηση φιλελεύθερων πολιτικών στα κοινωνικά θέματα από τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά κόμματα, η επικράτηση του πολιτισμικού σχετικισμού και η πρόοδος στην αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επίσης η διαδεδομένη αυταπάτη (τίμημα της αυταρέσκειας που έφερε η επιτυχία της Δύσης…) πως ό,τι είναι καλό για εμάς στις δικές μας κοινωνίες είναι καλό και για τους άλλους, αυτά και άλλα μαζί οδήγησαν στη χαλάρωση του πλαισίου των απαραίτητων κανόνων για τη ρύθμιση της συνύπαρξης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, σε πολλές περιπτώσεις, το πολυπολιτισμικό μοντέλο εκφυλίστηκε στο επίπεδο της κλασικής αναμέτρησης ισχύος -συχνά αλλά όχι πάντα και με τη χρήση βίας- όπου ο πιο δυνατός κερδίζει.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα, η επισήμανση πολλών ότι οι φανατικοί ισλαμιστές είναι μόνον ένα μικρό ποσοστό των μουσουλμάνων του κόσμου είναι χρήσιμη―ιδίως τώρα, όταν βράζει η αγανάκτηση για την επίθεση στο γαλλικό σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo και τη δολοφονία δώδεκα ανθρώπων και οτιδήποτε οξύνει την κατάσταση είναι ανεπιθύμητο και αντιπαραγωγικό. Πράγματι, η πλειονότητα των μουσουλμάνων στον κόσμο δεν ευθύνεται για τη δράση μιας εγκληματικής μειονότητας στις τάξεις τους. Αυτό όμως δεν μπορεί να θέτει εκτός συζήτησης ένα άλλο, εξίσου βασικό, στοιχείο: ότι παρόμοιες εγκληματικές μειονότητες, εμφορούμενες από ανάλογες πεποιθήσεις για την ανωτερότητα της θρησκείας τους και την ανάγκη της επιβολής της στους άλλους, δεν παρατηρούνται στην ίδια έκταση σε άλλες θρησκείες―στην εποχή μας τουλάχιστον. Για κάποιο λόγο, ο οποίος χωρίς αμφιβολία αφορά τη θρησκεία τους, παρατηρούνται μόνο στο Ισλάμ και μάλιστα παγκοσμίως.
Η τρομοκρατία των τζιχαντιστών στην Ευρώπη, όπως στην περίπτωση των δύο αδελφών που επιτέθηκαν στο Charlie Hebdo, είναι ισλαμική, δηλαδή οφείλεται και στο Ισλάμ, έστω και αν οι περισσότεροι πιστοί του Ισλάμ δεν μετέχουν. Αν επιλέγουμε να το αγνοούμε αυτό, είτε επειδή κλονίζει τις βεβαιότητές μας είτε επειδή μας φοβίζει το άγνωστο που ανοίγεται μπροστά μας μετά το όνειρο της πολυπολιτισμικότητας, επιλέγουμε να αγνοούμε ίσως την κυριότερη παράμετρο του ζητήματος με την ισλαμική τρομοκρατία: ότι δεν είναι μόνον η περιβόητη «κακούργα κοινωνία» και τα ψυχολογικά ή όποια άλλα προσωπικά προβλήματα αυτά που γεννούν τον τζιχαντιστή. Είναι και το Ισλάμ. Δεν φταίνε, δηλαδή, μόνον οι άνθρωποι με τις συγκεκριμένες συνθήκες της ζωής τους, φταίνε προφανώς και οι ιδέες που έχουν στο κεφάλι τους.
Αυτές οι διακρίσεις στην Ελλάδα είναι λιγότερο κατανοητές από ό,τι στην Ευρώπη και τούτο για δύο λόγους, κατά τη γνώμη μου. Ο πρώτος είναι ότι εδώ έχουμε μια Αριστερά βαθιά καθυστερημένη και προσκολλημένη στο παρελθόν, η οποία υπερασπίζεται ξεπερασμένα μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης εξαιτίας της αντιδυτικής ιδεοληψίας που τη χαρακτηρίζει. Ο δεύτερος είναι ο παράγων που εγώ ονομάζω «ο Ελλην πίθηκας», και εξηγούμαι αμέσως. Ως γνωστόν, στην Ελλάδα ποτέ δεν είχαμε ζήτημα ρατσισμού, επειδή, απλούστατα, ο Ελληνας είναι τόσο πεπεισμένος για τη φυσική ανωτερότητά του, ώστε να μην τίθεται καν ζήτημα ρατσισμού: ο ρατσισμός αφορά εκείνους που είναι ίσοι με τους άλλους, αλλά παρασύρονται από ψευδαισθήσεις ανωτερότητας―δεν αφορά τους πράγματι ανώτερους. (Θυμίζω το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή», για όσους τυχόν βρίσκουν τη διαπίστωση υπερβολική…) Επομένως, αν σε αυτά τα δύο προσθέσουμε και τις γνωστές δυνατότητες των μηχανισμών του κράτους, τότε το μόνο συνετό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να ευχόμαστε να μη μας συμβεί εδώ κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη στο Παρίσι…
Πηγή: Καθημερινή