του Άγγελου Στάγκου
Στο κεφάλαιο για τα «Καθήκοντα και τα δικαιώματα των βουλευτών», το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 51 παράγραφος 2 ότι «Οι βουλευτές εκφράζουν το Εθνος». Προβλέπει επίσης στο άρθρο 60 παράγραφος 1 και 2 ότι «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση», όπως και ότι «Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή, συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλει γραπτή δήλωση στον πρόεδρο της Βουλής και δεν ανακαλείται».
Προφανώς, τα παραπάνω είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ «ψιλά γράμματα». Γιατί στον Κώδικα Δεοντολογίας για τους υποψήφιους βουλευτές του, που ψήφισε η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, προβλέπεται στο άρθρο 2α, δηλαδή πάνω πάνω, ότι «Ολοι/ες οι βουλευτές που εκλέγονται με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύονται πολιτικά και ηθικά ότι η έδρα που καταλαμβάνουν ανήκει στο κόμμα και όχι στους/στις ίδιους/ες».
Που σημαίνει ότι οι βουλευτές του δεν εκφράζουν το έθνος, αλλά το κόμμα, δεν έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση, αλλά ό,τι επιτάσσει το κόμμα και δεν είναι προσωπικό δικαίωμά τους η παραίτησή τους από το βουλευτικό αξίωμα, αλλά πρέπει να παραιτούνται υποχρεωτικά και να παραδίδουν την έδρα τους στο κόμμα (αφού η έδρα σε αυτό ανήκει και όχι στον κάθε βουλευτή), αν διαφωνήσουν με τη γραμμή του και αποχωρήσουν.
Δεν υπάρχει λόγος να γίνει ανάλυση για την προέλευση αυτών των «αρχών». Το σίγουρο είναι ότι συγκρούονται με το Σύνταγμα, καθώς, σύμφωνα με τον όρκο που παίρνουν όταν εκλεγούν, υποχρεώνονται να υπακούουν σ’ αυτό, που βεβαίως άλλα απαιτεί από εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ. Θα είχε ίσως ευκαιρία να προτείνει αλλαγές στο Σύνταγμα, αλλά προτίμησε να σύρει τη χώρα σε εκλογές και κανονικά πρέπει να ζήσει με το υφιστάμενο. Εκτός αν είναι αποφασισμένη η ηγεσία του να ακολουθήσει δικό της δρόμο, ερήμην του Συντάγματος.
Είναι σαφές ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει δύσκολους καιρούς αν έλθει στην εξουσία και θέλει να θωρακίσει την κοινοβουλευτική δύναμή της από ενδεχόμενες διαρροές βουλευτών που πιθανώς στην πορεία θα διαφωνήσουν με την πολιτική της. Ασφαλώς στα επιχειρήματά της περιλαμβάνει και τα γεγονότα του 1965, αλλά τότε η σύγκρουση ήταν σε μεγάλο βαθμό καθεστωτική, συνέχεια του «μεγάλου διχασμού». Δεν αποκλείεται επίσης να μπερδεύει ενσυνείδητα την «κομματική πειθαρχία» που κατά καιρούς επιβάλλουν τα κόμματα σε ψηφοφορίες, αν και άλλο η διαγραφή από το κόμμα και άλλο η υποχρεωτική παράδοση της έδρας σε περίπτωση διαφωνίας.
Η υιοθέτηση τέτοιων κανόνων παραπέμπει σε αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παρελθόν σε αυτές. Από τους οργανωμένους και ενσυνείδητους προπηλακισμούς αντιπάλων, ειδικά του ΠΑΣΟΚ, μεταξύ 2010-2012, ώς την τρομοκράτηση βουλευτών πρόσφατα για να μην ψηφίσουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ώς την τρομοκράτηση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδας μόλις προχθές. Πέρα από τις πιέσεις που ασκούν κομματικά στελέχη του σε βάρος δημοσιογράφων με διαφορετικές απόψεις. Και υπάρχουν τέτοια παραδείγματα που έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας και άλλα που δεν έχουν βγει.
Πηγή: Καθημερινή