του Στέφανου Κασιμάτη
Εμπνεόμενος από την επιτυχία της πρόσφατης προσφοράς των αυθεντικών «Μίκυ Μάους» από την «Καθημερινή» και παρακινούμενος από τη σφοδρή επιθυμία μου να μιμηθώ το παράδειγμά της, δεν έχω –αλίμονο– κάτι ανάλογο να σας προσφέρω ως στήλη αυτή την Κυριακή, παρά μόνο ένα υποκατάστατο, πλην αξιοπρεπές υποκατάστατο: δήλωση-παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη από την ιστοσελίδα του…
Ο γνωστός συνθέτης, ο οποίος στον μακρύ, ταραχώδη και δημιουργικό βίο του έχει τιμήσει ωσαύτως τις ιδιότητες τόσον του πολιτικού ανδρός όσον και του φιλοσόφου, μας καλεί «να ξεφύγουμε μια για πάντα από τα δόντια της τρόικας». Η έκκλησή του ξεκινά με την πεποίθηση ότι «ακόμα και ο πιο δύσπιστος Ελληνας σήμερα έχει καταλάβει ότι οι πιστωτές μας δεν θέλουν να μας αφήσουν από τις δαγκάνες τους και γι’ αυτό τον λόγο η τρόικα θέτει όλο και πιο σκληρούς όρους. Η Ελλάδα είναι γι’ αυτούς» συνεχίζει το κείμενο, «λαβράκι και θέλουν να μας τηγανίζουν στον αιώνα τον άπαντα». (Once you go black you never go back, λέγουν οι Αμερικανοί. Να είμαστε άραγε μια ανάλογη εμπειρία εμείς για τους πιστωτές;).
Παρακάτω, ο Μίκης δείχνει τον δρόμο των Ελλήνων προς την ελευθερία, ως ένας οιονεί Αβραάμ του Ελληνισμού, όλου του Ελληνισμού, του Υπαρκτού, του Ανύπαρκτου, του Ιδεατού και του Ανίδεου: «Πρώτον: ουδετερότητα. Δεύτερον: σύναψη στενών οικονομικών σχέσεων με Κίνα – Ρωσία». Προσθέτει, ωστόσο, με την αφοπλιστική αφέλεια του οραματιστή: «ή και με την Ευρώπη αν καταφέρει να απαλλαγεί από την τρόικα». Και μας αφήνει με την απορία: ποιος να απαλλαγεί από την τρόικα, εμείς ή η Ευρώπη;
Καλά, θα πείτε, μας λέει να πάμε σε αυτό το «Κίνα – Ρωσία» (που φαίνεται ότι το θεωρεί λίγο πολύ το ίδιο πράγμα…) και θα τους πούμε πάρτε ό,τι θέλετε; Οχι! Ο Μίκης θέτει δύο όρους απαράβατους: «ότι θα βοηθήσουν αφενός να ξοφλήσουμε άμεσα και οριστικά το εθνικό μας χρέος και αφετέρου να αξιοποιήσουμε τον εθνικό μας πλούτο με συμβάσεις κοινοπραξιών, σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούμε να συνεκμεταλλευθούμε τις πλουτοπαραγωγικές μας πηγές, εδάφους, υπεδάφους, υποθαλάσσιες και κυρίως βεβαίως τον αμύθητο πλούτο των υδρογονανθράκων της ελληνικής ΑΟΖ, που σύμφωνα με τις μελέτες επιστημόνων, σε βάθος χρόνου, ανέρχεται σε πολλά τρισεκατομμύρια ευρώ». (Να το τονίσω, γιατί είναι κρίσιμο: τα τρισεκατομμύρια είναι απλώς πολλά, όχι όμως πάρα πολλά. Οπότε, ας μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα…).
Η παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη, προφανώς, είναι εκτός πραγματικότητας. Εντούτοις, είναι πολύτιμη για έναν άλλο λόγο: συμπυκνώνει τους τρεις μύθους, που μας εμποδίζουν να δούμε τις ευθύνες μας για την υστέρησή μας. Τον πρώτο τον βρίσκουμε σε λέξεις όπως «δόντια» και «δαγκάνες» των δανειστών, αλλά και στην αυθαίρετη, εξωπραγματική πεποίθηση ότι χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία θα κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να εξασφαλίσουν το προνόμιο της συνεργασίας με την Ελλάδα, που –δεν θέλω να σας στενοχωρήσω– αλλ’ όπως ξέρετε στον παγκόσμιο χάρτη είναι μια κουτσουλιά. Είναι ο μύθος της ωραιότερης χώρας του κόσμου, που τη ζηλεύουν ή την επιβουλεύονται όλοι οι άλλοι και η οποία κατοικείται από τον εξυπνότερο λαό του κόσμου. Ο μύθος, δηλαδή, ότι την αντίληψη που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας και τη χώρα μας, την ίδια ακριβώς έχουν και οι άλλοι. (Κοινό χαρακτηριστικό σε κάθε νάρκισσο και ψώνιο που υπάρχει στη ζωή…).
Τον δεύτερο μύθο τον βρίσκουμε σε επιρρηματικές φράσεις, όπως «μια για πάντα» και «άμεσα και οριστικά». Είναι ο μύθος της οριστικής, αμετάκλητης δικαίωσης του Ελληνισμού εις τους αιώνας των αιώνων αμήν, με τη μορφή ενός κιμπάρη από μηχανής θεού, ο οποίος χωρίς πολλά πολλά θα μας πληρώσει «άμεσα και οριστικά» τα χρέη. Επί της ουσίας, πρόκειται για έναν τρόπο έκφρασης της ιδεολογίας της ιστορικής ακινησίας, η οποία επιβλήθηκε στα χρόνια της ευμάρειας, με τη συνδρομή ιδεολογημάτων αριστερής προέλευσης περί εσαεί «κεκτημένων» κ.λπ. Το τέλος της ιστορίας, το τέλος του χρόνου, εν τέλει η βασιλεία των ουρανών, κατά την αντίληψη αυτή, ταυτίζεται με τον θρίαμβο του Ελληνισμού. (Να πω «αμήν» ή μήπως να πω «ολέ»; Δεν ξέρω, οπότε δεν λέω τίποτα…). Τέλος, ο τρίτος μύθος είναι, φυσικά, ο «αμύθητος πλούτος» και τα «πολλά τρισεκατομμύρια» που μας περιμένουν. Ο μεγαλύτερος μύθος, όμως, ίσως να είναι ο ίδιος ο Μ. Θεοδωράκης…
Πηγή: Καθημερινή