του Στέφανου Κασιμάτη
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια ― αν και, για προφανείς επαγγελματικούς λόγους, αποφεύγω να το λέω συχνά. Μία λέξη, ένα ρήμα που το χρησιμοποιούμε όλοι κάθε μέρα, τα λέει όλα στην ανακοίνωση της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία η οργάνωση τίθεται υπέρ των (παραδοσιακών, όπως καταντήσαμε) καταλήψεων στα σχολεία. Οσα, δηλαδή, αξίζει τον κόπο να γνωρίζει κάποιος για τη βαθύτερη λογική της συγκεκριμένης «μορφής αγώνα» (άλλη σιχαμένη έκφραση κι αυτή…) βρίσκονται σε μία αθώα λεξούλα. Δεν θα έλεγα ότι αυτή η λέξη ξέφυγε από τους συντάκτες της ανακοίνωσης, διότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε αντίληψη της σημασίας της (στο περίπου έστω), την οποία αν είχαν, θα απέφευγαν να χρησιμοποιήσουν την επίμαχη λέξη, που ακόμη δεν σας την έχω πει. Τη χρησιμοποίησαν όμως με τη φυσικότητα των αδαών, που δεν υποψιάζονται ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι απείρως μεγαλύτερη από τον κόσμο τους.
Η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, θεωρεί στην ανακοίνωσή της ότι η κατάληψη είναι «αγώνας για το καλύτερο σχολείο» και, ως τέτοιος, πρέπει να στηριχθεί από ολόκληρη την κοινωνία. Αντιπαρατίθενται, γράφουν, «στην τρομοκρατία και την κρατική καταστολή που απειλεί να φιμώσει τους φοιτητές» και, τέλος ―το πιο ωραίο―, διατρανώνουν ότι η στήριξή τους στις καταλήψεις είναι «ηχηρό μήνυμα ότι η νεολαία αυτής της χώρας έχει βαρεθεί (sic) να της κλέβουν το μέλλον».
Το στερεότυπο«ηχηρό μήνυμα», κατ’ αρχάς, έρχεται κατευθείαν από την ξύλινη κομματική γλώσσα. Το γεγονός ότι οι συντάκτες της ανακοίνωσης αποφασίζουν αυθαιρέτως να εκφράσουν ολόκληρη τη «νεολαία αυτής της χώρας» είναι απολύτως σύνηθες και συμβατό με τη συμπεριφορά της Αριστεράς. Η «κλοπή του μέλλοντος» είναι η αποθέωση του γλωσσικού μπακαλιάρου, που όμως κρύβει ένα ψήγμα αλήθειας από την πλευρά των νεολαίων: διότι αν το σχολείο και οι σπουδές δεν οδηγούν αυτομάτως σε μόνιμη δουλειά στο Δημόσιο, τότε σε τι χρησιμεύουν τα σχολεία και οι σπουδές; Ομως, η βαριεστημάρα, την οποία με όλη την αθωότητά τους επικαλούνται ως κίνητρο οι «νεολαίοι» του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το κλειδί του κειμένου και, συγχρόνως, η ουσία του προβλήματος. Εδώ, σε μια λέξη, βλέπουμε την αποτυχία του συστήματος της Δημόσιας Παιδείας, που έχει πλάσει τους «νέους του ΣΥΡΙΖΑ» (τρόπος του λέγειν, ήταν αυτό). Διότι το «βαριέμαι» το λες στη μάνα σου, π.χ.: «Αφού σου λέω, ρε μάνα, βαριέμαι! Πώς να στο εξηγήσω;». Δεν το λες, όμως, προς την κοινωνία ολόκληρη, όταν υποτίθεται ότι εξηγείς γιατί θέλεις τα σχολεία να παραμείνουν κατειλημμένα, δηλαδή κλειστά. Το αν βαριέσαι ή όχι είναι δικό σου πρόβλημα και κανενός άλλου ― λέω εγώ. Ωστόσο, για τα συγκεκριμένα παιδιά είναι πολύ φυσικό να ταυτίζουν το κράτος γενικώς με τη μαμά τους. Μην ξεχνάμε ότι μεγάλωσαν σε μια εποχή όπου η ηρωική ελληνική δημοσιογραφία από το πρωί μέχρι το βράδυ, για οτιδήποτε προέκυπτε, ούρλιαζε «πού είναι το κράτος;».
Η βαρεμάρα είναι κατάσταση ανυπόφορη, πλην αναπόφευκτη στη ζωή. Αντιμετωπίζεται με την Παιδεία, εφόσον ο σκοπός της είναι να μαθαίνει τους ανθρώπους πώς να ανακαλύπτουν το ενδιαφέρον εκεί όπου εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει. Ομως, το πατερναλιστικό κράτος που οικοδομήθηκε από το 1981 και ύστερα, καλλιέργησε στους πολίτες, μέσω της Παιδείας και της πολιτικής, τη νοοτροπία του μαμόθρεφτου. Μαθαίνουμε από μαθητές στο σχολείο να μας σερβίρουν έτοιμο στο πιάτο αυτό που έχει ενδιαφέρον, ενώ θα έπρεπε το εκπαιδευτικό σύστημα να βοηθά τον μαθητή να ανακαλύψει μόνος του το ενδιαφέρον. Η ευμάρεια, η άνεση, εν τέλει ο συβαριτισμός των χρόνων της αστακομακαρονάδας εμπέδωσαν αυτή τη νοοτροπία της ακινησίας, με αποτέλεσμα οι «νέοι» σήμερα (αυτοί με τα εισαγωγικά, όχι οι κανονικοί, ελπίζω…) να στέκονται απέναντι στη ζωή όπως στέκονται απέναντι στην τηλεόραση: την ανοίγεις, κάθεσαι και περιμένεις πότε θα δείξει κάτι που θα σε ενδιαφέρει. Αν δεν δείξει, φταίει η τηλεόραση, όχι εσύ που αρνείσαι να κάνεις κάτι άλλο. Ετσι, φθάνουμε στο σημείο ώστε οι επαγγελματίες νέοι του ΣΥΡΙΖΑ να βαριούνται επειδή τους κλέβουν το μέλλον, οπότε το καταστρέφουν μόνοι τους.
Πηγή: Καθημερινή