του Κώστα Καλλίτση
Γιατί μπήκαμε σε Μνημόνιο; Επειδή οι αγορές αρνήθηκαν να μας δανείσουν και δεν υπήρχε εναλλακτική. Οι αγορές μας έστειλαν το εισιτήριο για το Μνημόνιο, αυτές θα εκδώσουν και το εξιτήριο.
Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, τις είχαν τεστάρει κι είχαν πάρει το εξιτήριο, ενώ ήταν σε Μνημόνιο. Βγήκαν στις αγορές πολύ πριν βγουν από τα Μνημόνια και είχαν δανειστεί από αυτές όλα τα κεφάλαια που θα χρειάζονταν για τον πρώτο χρόνο από τη λήξη του Μνημονίου τους. Τα υπόλοιπα, οι αποφάσεις του ΔΝΤ και του Eurogroup, ήταν τυπικές διαδικασίες – ασφαλώς, χωρίς σαφή υπονοούμενα από τους εταίρους («παίρνετε μεγάλη και αχρείαστη ευθύνη»…) και, βεβαιότατα, χωρίς νταραβέρια του τύπου «θα χάσουμε τις εκλογές και θα ’χετε να κάνετε με άλλη κυβέρνηση».
Τι έκαναν οι καθ’ ημάς ιθύνοντες;
Πρώτον, έκαναν ότι δεν καταλαβαίνουν. Δανειστήκαμε 3 δισ. για 5ετία με 4,95% (τριπλάσιο από της Πορτογαλίας) σε μια περίοδο άκρατης διεθνούς ευφορίας, μετά ζητήσαμε 3 δισ. και μας έδωσαν μόνο τα μισά, ενώ η δευτερογενής αγορά ομολόγων πάντα έδειχνε ότι δεν αρέσουμε: Ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστική ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα. Παρότι το 85% του χρέους μας το κατέχουν δημόσιοι φορείς του εξωτερικού, δηλαδή έχει αποσυρθεί από την αγορά, οι αγορές έβλεπαν κίνδυνο στην Ελλάδα. Η Αθήνα ήθελε να βλέπει λαμπερά success stories. Δεύτερο και χειρότερο, παρά την απροθυμία των αγορών να μας δανείσουν, άρχισαν οι λεονταρισμοί, διαλαλώντας ότι θα βγούμε από το Μνημόνιο και αγωνιστικά θα βρούμε από τις αγορές τα κεφάλαια που χρειαζόμαστε. Αποτέλεσμα ήταν ότι το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου, από 5,47% στις αρχές Σεπτεμβρίου, μετά τις σχετικές διακηρύξεις στη ΔΕΘ άρχισε να σκαρφαλώνει και μάλιστα να ξεπεράσει το 8% προ ημερών. Οι αγορές επανέλαβαν αυτό που τα επίσημα ώτα αρνιόνταν να ακούσουν: Δεν μας εμπιστεύονται.
Οποιος κυβερνά ή πρόκειται να κυβερνήσει θα πρέπει να νιώθει ρίγη στη σκέψη των προβλημάτων που ορθώνονται. Χρειαζόμαστε μια νέα διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Ωστόσο, στις συνθήκες διεθνούς και ευρωπαϊκού ζόφου, κάθε ενέργεια και κάθε κουβέντα της χώρας μας πρέπει να είναι (αποφασιστική, αλλά…) μετρημένη και ζυγιασμένη. Γιατί κάθε λάθος, μπορεί να επιβαρύνει δυσανάλογα το κόστος που θα κληθεί να πληρώσει ο άνεργος, η επιχείρηση που πασχίζει να ζήσει παρά τα τερατώδη επιτόκια και τους άνισους όρους ανταγωνισμού, όλοι όσοι ήδη λυγίζουν από τη φορολογία που πληρώνουν έναντι όλο και χειρότερης ποιότητας υπηρεσιών. Και συμβαίνει μερικές φορές, η σύνεση να λείπει, όταν περισσότερο παρά ποτέ είναι αναγκαία.
Πηγή: Καθημερινή