του Στέφανου Κασιμάτη
Ας μην είμαστε υπερβολικοί στις απαιτήσεις μας. Ποτέ δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχεις τον στόχο με την πρώτη· συχνά χρειάζεται και μία δεύτερη προσπάθεια. Να, πάρτε ως παράδειγμα την κυβέρνηση. Με τον ανασχηματισμό του περασμένου Ιουνίου, που έστειλε τα λάθος μηνύματα στο εσωτερικό της κυβέρνησης και αποδυνάμωσε την ούτως ή άλλως εξασθενημένη συνοχή της, η κυβέρνηση ουσιαστικά αυτοπυροβολήθηκε. Αυτό που πέτυχε όμως ήταν μόνο το πόδι της. Την περασμένη εβδομάδα, όμως, με το σχέδιο της εξόδου από το Μνημόνιο να καταρρέει ατάκτως εξαιτίας της δυσπιστίας των αγορών, τα κατάφερε να πυροβολήσει και το δεύτερο!
Τι μας είπαν, λοιπόν, οι διαβόητες «αγορές», επαναφέροντας τα spread στα επίπεδα του 2011; Τίποτε καινούργιο. Τίποτε που να μην το γνωρίζει ήδη ένας καλά ενημερωμένος πολίτης αυτής της χώρας. Μας είπαν αυτά που, κατά κόρον, γράφονται στις στήλες αυτής της εφημερίδας: ότι, παρά την τιθάσευση του δημοσιονομικού, η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει ούτε να περιστείλει το μέγεθος του Δημοσίου ούτε να αλλάξει αποφασιστικά τις δομές του. Με απλά λόγια: όπως ήμασταν, είμαστε. Μπορεί να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, μπορεί να κοροϊδεύουμε ακόμη και τους επιτηρητές της προσπάθειάς μας, αλλά τις αγορές δεν τις ξεγελάμε. Εκεί όπου παίζονται χρήματα, συνδεδεμένα με τα όνειρα, τις προσδοκίες και τα σχέδια που κάνουν οι πολλοί για το μέλλον τους, κοροϊδία δεν σηκώνει. Μπορεί στα κριτήρια των αγορών να λείπουν οι λεπτές αποχρώσεις, που μόνον η εις βάθος γνώση του θέματος μπορεί να δώσει, αλλά τα βασικά δεν τους διαφεύγουν ποτέ. (Το ακριβώς αντίθετο κάνουμε εμείς και ίσως για τον λόγο αυτόν δεν παύει να μας ξαφνιάζει ο τρόπος που διαμορφώνονται οι τάσεις των αγορών…).
Το δυστύχημα της υπόθεσης, βέβαια, είναι ότι η κυβέρνηση έδειξε ακόμη και σε εκείνους που δεν ήθελαν να το αναγνωρίσουν ότι απέτυχε στο πεδίο ακριβώς όπου υποτίθεται ότι είχε το πλεονέκτημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ): στην καλύτερη σχέση με την πραγματικότητα, δηλαδή. Είναι αλήθεια ότι, στο χαστούκι που δέχθηκε η χώρα από τις αγορές, συνέβαλε οπωσδήποτε και η αξιωματική αντιπολίτευση με τη στάση της. Η επισήμανση, εντούτοις, όσο και αν επαναλαμβάνεται από όσους μιλούν για λογαριασμό της κυβέρνησης, δεν την απαλλάσσει από τις ευθύνες της. Ούτε όμως και συνεπάγεται ευθύνες για τον ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ).
Διότι οι μεν Λαφαζανιστές επιδιώκουν το χάος και την απομόνωση της χώρας από τη Δύση, επειδή στις συνθήκες αυτές βλέπουν τις προϋποθέσεις για το κομμουνιστικό πείραμα στην Ελλάδα. Οι δε Τσιπριστές, βασικά, θέλουν την εξουσία και όλα τα υπόλοιπα θα τα σκεφθούν αργότερα. Ομως και οι δύο πτέρυγες του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζονται σε μία κοινή επιδίωξη: την πτώση της κυβέρνησης όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Επομένως, ποσώς τους απασχολεί αν με τη στάση τους βλάπτουν την προσπάθεια διάσωσης της χώρας. (Αλλωστε, κάνουν και τίποτε άλλο αφότου ξέσπασε η κρίση;) Το ανεξήγητο, ωστόσο, είναι γιατί η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να εμφανισθεί αρωγός των επιδιώξεων του ΣΥΡΙΖΑ.
…
Η απορία του αδαούς
Ολοι οι βουλευτές φρίττουν και μόνο στο άκουσμα του ισχυρισμού ότι θα μπορούσαν ποτέ να εξαγορασθούν. Σύμπας ο πολιτικός κόσμος δονείται από ιερά αγανάκτηση και, καθώς διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, διατρανώνει ότι δεν χρηματίζεται. Ωραία, εγώ τα δέχομαι όλα αυτά, χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη. Τότε, όμως, γιατί πειράζει τόσο πολύ όταν γράφεται (και υιοθετείται από τους συριζαίους) ότι επιχειρηματίες ετοιμάζουν κουμπαρά για την εξαγορά ψήφων στην προεδρική εκλογή; Ας επικρατήσει η ψυχραιμία, επιτέλους! Τι πειράζει, δηλαδή, αν ένας κακός πλούσιος επιχειρήσει να δελεάσει έναν βουλευτή, ανεμίζοντας κάτω από τη μύτη του π.χ. ένα μάτσο πεντακοσάρικα; Και λοιπόν; Αφού οι βουλευτές δεν χρηματίζονται ― δεν είπαμε;
Πηγή: Καθημερινή