του Νίκου Κωνσταντάρα
Την ώρα που η ευρύτερή μας γεωγραφική περιοχή αποσταθεροποιείται, την ίδια ώρα που επιβάλλεται η σταθερή πορεία της χώρας, η Ελλάδα –χωρίς ουσιαστική αφορμή– βρίσκεται πάλι σε οικονομική και πολιτική αναταραχή. Η σχέση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής λειτουργεί κατά κανόνα προς ζημία και των δύο όταν αναμένονται εκλογές. Η μεγάλη πιθανότητα διενέργειας βουλευτικών εκλογών σε λίγους μήνες, εάν αυτή η Βουλή δεν εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας, προκαλεί μια συμπεριφορά από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση που –όσο αναμενόμενη κι αν είναι– είναι επικίνδυνη. Και οι δύο πλευρές δείχνουν μια βιασύνη που δεν επιτρέπει να σταθμίσουν με ψυχραιμία την κατάσταση εντός κι εκτός συνόρων, να αναλογιστούν τις συνέπειες των επιλογών τους και να πράξουν αναλόγως. Η απόφαση της κυβέρνησης να αποδείξει ότι η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση, ότι δεν έχει την ανάγκη περαιτέρω στήριξης (ούτε ελέγχου) από την τρόικα, ότι έχει «πρόσωπο» για να δανειστεί στις διεθνείς αγορές συνέπεσε με μια γενικότερη αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν «κραχ» στο Χρηματιστήριο Αθηνών και εκτόξευση του κόστους δανεισμού σε απαγορευτικό επίπεδο. Η κυβέρνηση επέλεξε αυτή τη στρατηγική για να πείσει ότι οδηγεί την Ελλάδα με ασφάλεια και σταθερότητα από την κρίση· πληρώνει τη βιασύνη της με την ανάγκη ισχυρής παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να μειωθεί η ταραχή στις αγορές. Ποια είναι η στρατηγική της κυβέρνησης τώρα; Πιθανότατα η υπομονή που δεν επέδειξε νωρίτερα.
Το μόνο θετικό που θα μπορούσε να καταγραφεί από τις προηγούμενες μέρες (εάν η εμπειρία δεν μας είχε διδάξει να μην ελπίζουμε) θα ήταν ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαπίστωνε ότι η δική του βιασύνη για εκλογές και η δική του διάθεση να επιβάλει τις επιθυμίες του στις αγορές και στους δανειστές δεν θα έχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μεγάλο βαθμό, στηρίζεται στη στρατηγική ότι θέλει να κρατήσει τη χώρα στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., αλλά, την ίδια ώρα, θα λειτουργεί χωρίς να δίνει λογαριασμό στους εταίρους. Ετσι, αν η στρατηγική αυτή αποτύχει, θα ισχυρίζεται ότι «δεν φταίμε εμείς, οι άλλοι φταίνε». Αυτό είναι ισχυρότατο επιχείρημα για παιδιά που διαμαρτύρονται για τις αδικίες της ζωής, αλλά όχι για ένα κόμμα που βασίζει, σε μεγάλο βαθμό, την πολιτική επιρροή του σε υποσχέσεις ότι θα ανακουφίσει τους πολίτες από τις συνέπειες της κρίσης. Εάν αποτύχει, δεν θα μπορεί να πει απλώς «εμείς δεν θέλαμε να αποτύχουμε, οι άλλοι το επέβαλαν». Αλλά ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι τι θα κάνει η επόμενη κυβέρνηση, αλλά εάν θα υπάρχει μία με τη στήριξη που θα της επιτρέπει να διαχειριστεί τα προβλήματα του τόπου. Η γειτονική μας Βουλγαρία σηματοδοτεί αυτόν τον κίνδυνο: εδώ και 18 μήνες, βρίσκεται στη δίνη πολιτικής αστάθειας, με το πολιτικό σύστημά της κατακερματισμένο, με τέσσερις κυβερνήσεις διαδοχικά ανήμπορες να κυβερνήσουν και με τις εκλογές της 5ης Οκτωβρίου πάλι να μη λύνουν το πρόβλημα. Το σημειώνουμε αυτό επειδή ίσως τα κόμματά μας θα έπρεπε να επιδιώκουν από τώρα τη μεγαλύτερη συσπείρωση μεταξύ αυτών που μπορούν να συνεργαστούν και όχι να θεωρούν ότι άλματα στο κενό αποτελούν στρατηγική.
Πηγή: Καθημερινή