του Στέφανου Κασιμάτη
Συμβαίνει κάτι απίθανο το τελευταίο διάστημα στην πολιτική σκηνή. Ως γνωστόν, η κυβέρνηση δίνει την ηρωική μάχη της («οι Ελληνες πολεμούν σαν ήρωες» και άλλες ιστορίες) μέσα στην καρδιά της «Αυτοκρατορίας του Κακού», δηλαδή στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα, όμως, χάνει τη στρατηγικής σημασίας μάχη μέσα στη χώρα, στο εσωτερικό μέτωπο· και, περιέργως, δεν δείχνει να νοιάζεται ιδιαιτέρως.
Αυτό που επιχειρεί η κυβέρνηση στο εξωτερικό σε επίπεδο κορυφής (Σαμαράς – Μέρκελ, π.χ.) είναι στην πραγματικότητα ακόμη μία προσπάθεια να διαπραγματευθούμε εκ νέου το συμφωνημένο αποτέλεσμα μιας προγενέστερης διαπραγμάτευσης. Υπό διαφορετικές συνθήκες μεν, αφού πλέον η χώρα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα δημοσιονομικά ελλείμματά της, επί της ουσίας όμως αυτό είναι. Διότι τι προσφέρουμε εμείς στο «ντιλ» που προτείνουμε; «Εμείς να σας δώσουμε μεταρρυθμίσεις», λέμε, «κι εσείς να μας δώσετε ακόμη ευνοϊκότερη διευθέτηση του χρέους μας». Με απλά λόγια: δίνουμε αυτό που έχουμε υποσχεθεί, ζητώντας ταυτοχρόνως την αναίρεση μιας άλλης υπόσχεσής μας! Πρόκειται για έναν «πονηρό» ελιγμό, δηλαδή, ώστε να πάρουμε πάλι την παρτίδα από την αρχή. (Εδώ μου γνέφει ο πειρασμός να επεκταθώ λιγάκι στο θέμα της πατρότητας του Καραγκιόζη ως πολιτιστικού αγαθού, αλλά ανθίσταμαι και αυτό με τιμά…)
Επειδή όμως δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ, ας μου επιτραπεί να τονίσω ότι δεν υποτιμώ καθόλου τη σκέψη η οποία υπαγορεύει την προσέγγιση που επιλέγει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επανεκλογής της. Στο κάτω κάτω, η κυβέρνηση συντίθεται ουσιαστικά από πασόκους (πνευματικά πασόκους ―που, λυπάμαι, αλλά είναι χειρότερο…) και κάποιους μεμονωμένους μεταρρυθμιστές (ριζοσπάστες της Δεξιάς και Φιλελεύθεροι ως επί το πλείστον), οι οποίοι έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα μέσα στην οποία ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε να υπερβούμε την κρίση και εξετάζουμε πώς θα μπορούσαμε να το πετύχουμε. (Δεν έχει νόημα να θεωρητικολογούμε ως εάν η χώρα είχε πρωθυπουργό, π.χ., τον Στέφανο Μάνο στα σαράντα πέντε του…) Προϋπόθεση του ρεαλισμού ώστε να είναι χρήσιμος είναι, νομίζω, η σωστή εκτίμηση των ορίων των δυνατοτήτων μας.
Επομένως, η μάχη κατά των δανειστών στο εξωτερικό, στην οποία έχει επικεντρώσει η κυβέρνηση την προσπάθειά της, είναι μια λύση. «Μια κάποια λύσις», διότι υπάρχει και καλύτερη. Και, ας σημειωθεί, δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα ελεύθερης επιλογής: πού η κυβέρνηση θα δώσει τη μάχη. Είναι κυρίως θέμα στρατηγικής: ποια μάχη θα δώσει. Να βρει, δηλαδή, πού η έκβαση της αναμέτρησης θα έχει τις βαρύτερες συνέπειες για τον συνολικό αγώνα και, εκεί, να συγκεντρώσει την προσπάθειά της.
Το «Στάλινγκραντ» ―να το πούμε έτσι― και για τις δύο πλευρές που αναμετρούνται σήμερα στην πολιτική σκηνή είναι η μάχη για την απόλυση των απατεώνων που προσελήφθησαν στο Δημόσιο με πλαστά πιστοποιητικά. Αυτό που διακυβεύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ό,τι πιο συμβολικό θα μπορούσε να υπάρξει ―και για τις δύο πλευρές, το ξαναλέω για να είμαι σαφής. Τόσο για την κυβέρνηση που αγωνίζεται (όπως αγωνίζεται ―δεν κρίνω τώρα) για να γίνει η Ελλάδα «κανονική» χώρα όσο και για την αντιπολίτευση που υπόσχεται επιστροφή στον παράδεισο της πασοκαρίας (ως πολιτισμική έννοια εδώ…), με τα λεφτά κάποιων άλλων, βεβαίως.
Η αναμέτρηση αφορά την καρδιά του ζητήματος σε ποια χώρα θέλουμε να ζούμε. Σε μια Ελλάδα όπου αυτός που εξαπατά το κοινωνικό σύνολο συγχωρείται, επειδή είναι φουκαράς, επειδή πέρασε ο καιρός, επειδή «δεν πειράζει, βρε αδερφέ»; Ή σε μια άλλη όπου ο πλαστογράφος υφίσταται τις συνέπειες της πράξης του όταν αυτή αποκαλυφθεί; Θέλουμε κράτος δικαίου (rule of law, που λένε οι Αγγλοι) ή μια χαλαρή και πάντα ρευστή συνομοσπονδία μεταξύ φυλών, φατριών, ειδικών ομάδων, συνδικαλιστικών ενώσεων και συναφών καταστάσεων; Θέλουμε να ζούμε σε μια βαλκανική Ελλάδα, εν ολίγοις, ή σε μια ευρωπαϊκή Ελλάδα; Αν θέλουμε το πρώτο, ιδού ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα των Τσιπριστών-Λαφαζανιστών, με αστεία επιχειρήματα, έχει βγει καθαρά υπέρ των απατεώνων. Σαφέστερη στάση, προκειμένου να δώσει στο πιο νοσηρό και χυδαίο κομμάτι του νοσηρού κρατικού μηχανισμού το σήμα «απατεώνες μη φοβάστε τον ΣΥΡΙΖΑ», δεν υπάρχει.
Πολιτικά, η αναμέτρηση για την τύχη των πλαστογράφων υπαλλήλων είναι φορτωμένη με όλες τις αποσκευές που μας άφησε η «συζήτηση» που διεξάγεται στην κοινωνία (όπως διεξάγεται τέλος πάντων) γύρω από την κρίση. Ολη η ρητορική και τα επιχειρήματα των πολιτών που απεχθάνονται την ανομία και βαρέθηκαν πια να υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις και να μη βλέπουν πρόοδο συμπυκνώνονται σε ένα μικρό βήμα, το οποίο για την Ελλάδα θα μπορούσε να ήταν το βήμα του Αρμστρονγκ στη Σελήνη: να απολυθούν, επιτέλους, όσοι πλαστογράφησαν πτυχία για να χωθούν στο Δημόσιο, εξόδοις όλων των άλλων κορόιδων.
Από την έκβαση αυτού του απλού ζητήματος θα εξαρτηθεί πόσο θα μετρήσουν τα επιχειρήματα και οι υποσχέσεις που δίνει ο πρωθυπουργός στο εξωτερικό. Απορώ πώς είναι δυνατόν, όλοι αυτοί των οποίων η προσωπική (επαγγελματική, αν θέλετε…) τύχη θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της αναμέτρησης, δηλαδή όλοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης, οι υπουργοί κ.ά., να αφήνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δίνει αυτή τη μάχη μόνος του ―πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Τι ηγεσία έχουμε, βρε παιδάκι μου, εμείς οι δεξιοί επιτέλους; Τόσο καταλαβαίνουμε;
Αν κάποιος, πάντως, από την άλλη πλευρά του λόφου έχει αντιληφθεί πλήρως τη στρατηγική σημασία της αναμέτρησης, είναι η Ρένα Δούρου. Δεν ήταν διόλου τυχαίο ότι, ύστερα από εβδομάδες σιωπής επί του θέματος, η Πασιονάρια του αριστερού λαϊκισμού έσπευσε να αναλάβει την ηγεσία του «κινήματος για την προστασία των πλαστογράφων». Το έκανε επειδή καταλαβαίνει την κρισιμότητα του ζητήματος και επειδή είναι τρελά φιλόδοξη και κοιτάζει μακριά. (Αν το νόημα του τελευταίου ισχυρισμού μου είναι σκοτεινό, να το φωτίσω λίγο: η Δούρου είναι μακράν εξυπνότερη του Τσίπρα. Τον πουλάει και τον αγοράζει…).
Πηγή: Καθημερινή