του Κώστα Καλλίτση
Κρίση, εξ ορισμού σημαίνει αστάθεια. Και η αστάθεια δεν αφήνει άθικτη καμία χώρα της Ευρώπης, όπως δείχνουν οι κυβερνητικές ανακατατάξεις, οι εύθραυστες συμμαχίες, οι ρευστοί συσχετισμοί δυνάμεων που διαμορφώνονται από χώρα σε χώρα. Αλλά πέραν της κυβερνητικής αστάθειας, υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες που ταλανίζονται σήμερα από βαθύτερη αστάθεια, πολιτική αστάθεια. Από έλλειψη πολιτικής (όχι απλά κυβερνητικής…) σταθερότητας.
Παράδειγμα, μια τέτοια κατηγορία είναι εκείνες στις οποίες τίθεται ως διακύβευμα ή ίδια η κρατική συνοχή, το ενιαίο της κρατικής τους οντότητας. Από το Ηνωμένο Βασίλειο έως την Καταλωνία που στις 9 Νοεμβρίου έχει αποφασίσει δημοψήφισμα για την παραμονή της ή όχι στην Ισπανία, έως την Ιταλία της Λίγκας του Βορρά που προσδοκά αποτυχία του Ρέντσι για να προωθήσει τα αποσχιστικά σχέδιά της που στηρίζονται σε ισχυρή κοινωνική βάση, έως το Βέλγιο και την υποβόσκουσα δυσθυμία μεταξύ ολλανδόφωνων της Φλάνδρας και γαλλόφωνων Βαλλόνων, έως και τη Ρουμανία που αγχώνεται αν και πότε η Τρανσυλβανία θα στραφεί στην Ουγγαρία. Δεύτερο παράδειγμα, εκείνες που πάσχουν από προϊούσα πολιτική αστάθεια, αν και είναι ώριμες ευρωπαϊκές δημοκρατίες με βαθιές δημοκρατικές παραδόσεις, δημοκρατίες που όλος ο κόσμος τις θαύμαζε. Αλλά σήμερα αντιμετωπίζουν μεγάλες απειλές και επικίνδυνα σχίσματα, καθώς διευρυνόμενα κοινωνικά τμήματα, απελπισμένα, οργισμένα και, πάντως, τυφλά, παγιδεύονται από εθνικιστικές, από ρατσιστικές, ξενοφοβικές ή καθαρά ναζιστικές πολιτικές δυνάμεις. Δημοκρατίες από τη Σουηδία μέχρι τη Γαλλική Δημοκρατία της ανερχόμενης Μαρίν Λεπέν. Η πολιτική σταθερότητα διαβρώνεται, χωρίς να έχουν υποστεί τις σκληρές συνέπειες μιας κρίσης σαν αυτή που μαστίζει την Ελλάδα.
Στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα κυβερνητικής σταθερότητας. Το οποίο (ίσως…) επιλύσουν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές – όσο νωρίτερα γίνουν τόσο μικρότερο θα είναι το κόστος, αφού μέχρι τότε δεν πρόκειται να μπει στη χώρα ξένος ιδιώτης επενδυτής. Ισχυρίζομαι, ωστόσο, ότι η πολιτική σταθερότητα στη χώρα μας είναι ισχυρή και, το σημαντικότερο, έχει ενισχυθεί μέσα στη φωτιά της κρίσης. Εχουν γίνει βήματα (που δεν είναι έξυπνο να τα ξεχνάμε μέσα στον ορυμαγδό από «συζητήσεις κωφών» και ανόητες κοκορομαχίες…) αυτογνωσίας και ωριμότητας. Τέτοια, που ενισχύουν την πολιτική σταθερότητα.
Μέσα από εξαιρετικά δύσκολη πορεία και διαδρομές με ρίσκο σε αχαρτογράφητες περιοχές, έχει εμπεδωθεί πολύτιμη συναίνεση σε θεμελιώδη, κεντρικά ζητήματα: Πρώτον, αποτελεί εδραιωμένη πεποίθηση της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι και πρέπει να είναι στην Ευρωζώνη – κάτι που δεν ήταν αυτονόητο στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ούτε καν μέχρι τα μέσα του 2013. Η «συμμορία της δραχμής» υπέστη μεγάλη ήττα σε όλες τις μορφές και συνιστώσες της. Δεύτερον, είναι ομόθυμη η καταδίκη της βίας κι ευρύτατη η συμπαράταξη υπέρ της δημοκρατικής ομαλότητας – κάτι που επίσης δεν ήταν αυτονόητο τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Η σταθερή ευρωπαϊκή προοπτική και η υπεράσπιση της δημοκρατικής ομαλότητας είναι δύο κεντρικοί πυλώνες της πολιτικής σταθερότητας.
Σήμερα, η μεγάλη πλειονότητα συμφωνούμε ότι το μέλλον της χώρας είναι στην Ευρώπη. Οτι εθνικό νόμισμά μας είναι το ευρώ. Συμφωνούμε ότι δεν θέλουμε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Συμφωνούμε ότι η κρίση είναι δικό μας πρόβλημα, δεν εισήχθη από κάποιους με πονηρές σκοπιμότητες. Συμφωνούμε ότι η ρύθμιση του χρέους δεν θα είναι ένα μονόπρακτο έργο, μπορεί να εξελιχθεί σε βάθος ορισμένου χρόνου σε συνδυασμό με την αλλαγή κλίματος και συσχετισμών στην Ευρώπη, ενώ μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Συμφωνούμε ότι η βία, ο ρατσισμός και η ανομία δεν πρέπει να είναι ανεκτά, υπονομεύουν τις δημοκρατικές κατακτήσεις και δεν συνάδουν με τους δημοκρατικούς αγώνες του ελληνικού λαού. Αυτά ίσως ακούγονται αυτονόητα, δεν ήταν μέχρι πρότινος. Το δίλημμα είναι αν θα αξιοποιηθεί η πολιτική σταθερότητα για να προωθηθεί μια ευρύτερη συνεννόηση για το δέον γενέσθαι. Θα αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική κρίση, με σοβαρή διερεύνηση και νηφάλια συζήτηση κάθε πρότασης προς τούτο, ή θα εξορκίζεται κάθε πρόταση ως δημαγωγική και «συνετά» θα πετάγονται τα θύματα της κρίσης στον Καιάδα; Θα ευοδωθεί η επεξεργασία ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης και θέσεων εργασίας ή θα αρκεστούμε να διανέμεται το ΕΣΠΑ σε διάφορα «πουγκιά» με άδηλα κριτήρια – όπως τα 80 εκατ. ευρώ που θα δοθούν για… tablets, laptops και μαθήματα κατ’ οίκον σε συνταξιούχους του ΟΓΑ; Θα διεκδικηθεί πειστικά η ρύθμιση του χρέους, άνευ της οποίας ουδέν, ή θα αφεθεί ένα άρρωστο πολιτικό σύστημα να σηκώσει σημαίες για την «εθνική απελευθέρωση από τους ξένους» (ενοχλητικούς επόπτες) με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπιφέρει; Με άλλα λόγια: Θα ενισχυθεί η πολιτική σταθερότητα ή θα αφεθεί να διαβρωθεί από την αστάθεια της τρέχουσας διακυβέρνησης;
Πηγή: Καθημερινή