του Πάσχου Μανδραβέλη
Πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό ο κ. Αλέξης Τσίπρας στην Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, εξ ου και η οργή των κυβερνητικών για τις εξαγγελίες του. Κατόρθωσε να εμφανιστεί σαν ένας νορμάλ (για τα ελληνικά πράγματα) υποψήφιος πρωθυπουργός. Εβαλε στη γωνία την παλαβή Αριστερά και τα συνθήματά της κι έταξε, έταξε, έταξε… Πιστοποίησε τον πρώτο κανόνα της πολιτικής, αυτόν που διατύπωσε ο G.K. Chesterton: «Οταν ένας πολιτικός είναι στην αντιπολίτευση γίνεται ειδικός για τα μέσα που θα επιτευχθεί ένας σκοπός. Οταν είναι στην κυβέρνηση γίνεται ειδικός για τα εμπόδια».
Η κυβέρνηση χάνει όλα τα όπλα που είχε για να αντιπολιτεύεται τον ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο και βασικότερο ήταν ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Αυτός ήταν υπαρκτός το 2012 και λόγω ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και λόγω των δύο απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων που προκάλεσε ο κ. Αντώνης Σαμαράς. Σήμερα ουδείς φοβάται «αριστερή εκτροπή» στην Ελλάδα. Ολοι συνειδητοποιούν ότι Αριστερά και Δεξιά έχουν διαφορετική φρασεολογία, αλλά ένα κοινό στόχο: τη διαιώνιση του υπάρχοντος, στον βαθμό που οι συνθήκες επιτρέπουν.
Το δεύτερο αντιπολιτευτικό όπλο προς τον ΣΥΡΙΖΑ που κραδαίνει η κυβέρνηση είναι άσφαιρο. Οι υπερβολικές υποσχέσεις του κ. Τσίπρα έχουν ξαναδοθεί στο παρελθόν. Κουίζ: σε τι διαφέρει η υπόσχεση «Σήμερα δεσμευόμαστε για ένα μέτρο που… θα προκαλέσει ένα θετικό σοκ για την ενίσχυση της ζήτησης. Αποκαθιστούμε, αμέσως το δώρο των Χριστουγέννων, ως 13η σύνταξη, σε 1.262.920 συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη έως 700 ευρώ.» (Αλέξης Τσίπρας, Βελλίδειο 13.9.2014), από την υπόσχεση «Υπάρχει μία που η αποκατάστασή της δεν παίρνει αναβολή: Οι συντάξεις των χαμηλοσυνταξιούχων! Αυτών που έπαιρναν μέχρι 700 ευρώ… Αυτές θα τις αποκαταστήσουμε κατά απόλυτη προτεραιότητα όταν αναλάβουμε τη διακυβέρνηση. Γιατί… το δικό τους εισόδημα το ξοδεύουν στην αγορά!» (Αντώνης Σαμαράς, Ζάππειο 12.5.2011); Με αυτή την ιστορία της παροχολογίας ουδείς μπορεί να πιστέψει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μας καταστρέψει. Η απάντηση των πολιτών είναι «μάς τα ’παν κι άλλοι».
Το βασικό πρόβλημα των δύο εξαγγελιών όμως δεν είναι το πανομοιότυπό τους ακόμη και στο ύψος των 700 ευρώ· σ’ αυτό το ύψος μεγιστοποιείται η εκλογική απόδοση της εξαγγελίας: 1.262.920 δυνάμει ψηφοφόρους υπολόγισε ο κ. Τσίπρας. Είναι η πανομοιότυπη λογική για τις οικονομικές επιπτώσεις του μέτρου: «θετικό σοκ για την ενίσχυση της ζήτησης» λέει ο κ. Τσίπρας, «το δικό τους εισόδημα το ξοδεύουν στην αγορά!» έλεγε ο κ. Σαμαράς. Το πρόβλημα όμως της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η ζήτηση, αλλά η παραγωγή. Εξετάζοντας τη δομή του ελληνικού ΑΕΠ θα δούμε ότι ο μέσος όρος της κατανάλωσης τη δεκαετία 2000-2010 ήταν 90,7% (ο υψηλότερος) όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν 77,8%. Αντιθέτως, οι ελληνικές εξαγωγές (22,1% του ΑΕΠ) ήταν οι χαμηλότερες στην Ευρωζώνη (μ.ό. 38,3%).
Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν ότι είναι άχρηστη η ζήτηση. Σημαίνει όμως ότι κάποιος πρέπει να ασχοληθεί και με την παραγωγή, η οποία στον πραγματικό κόσμο προηγείται της ζήτησης. Σχετικά με την παραγωγή και ο κ. Τσίπρας δεν μας είπε τίποτε περισσότερο απ’ όσα είχαμε ακούσει στο Ζάππειο (περί «επανεκκίνησης της οικονομίας» διά της ζήτησης), ούτε η κυβέρνηση κάνει πολλά για την απελευθέρωση εκείνων που θέλουν να παράγουν…
Πηγή: Καθημερινή