του Στάμου Ζούλα
Το εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ στην «Κ» της περασμένης Πέμπτης, με τίτλο «Ετος διάλυσης στα πανεπιστήμια», προκαλεί πολλές σκέψεις και ερωτήματα. Γι’ αυτήν την εικόνα της κατάντιας στην ανώτατη Παιδεία, την απόγνωση των φοιτητών, την αγανάκτηση των γονέων, γιατί δεν αναζητεί κανείς τα αίτια και τους υπευθύνους; Γιατί δεν προκαλείται, έστω, ένας δημόσιος προβληματισμός, αλλά όλοι προτιμούν, απλώς, να περιγράφουν τη ζοφερή κατάσταση και να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα; Το θέμα αυτό άπτεται της πορείας του έθνους και φυσικά δεν εμπίπτει στο «όπου φταίνε πολλοί, δεν φταίει κανένας». Ας ξεκινήσουμε από τις πρυτανικές αρχές, που όπως διαπιστώνει και το ρεπορτάζ, απεδείχθησαν κατώτερες των περιστάσεων. Η ατολμία, οι παλινωδίες και η ανευθυνότητά τους, κατά την περίοδο της φετινής κρίσης, αποδίδονται χαρακτηριστικότερα, με την περίπτωση του κ. Πελεγρίνη. Ο τ. πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εγκατέλειψε τη θέση του, για να δώσει θεατρική παράσταση στο Παρίσι… (Ερασιτεχνική, όπως ήταν και η πρυτανεία του). Και ας περάσουμε στις κομματικο-συνδικαλιστικές ευθύνες, που είναι και η «κινητήρια δύναμη» της εκπαιδευτικής παρακμής.
Σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τα συνδικαλιστικά κινήματα έχουν προσαρμοσθεί στη διεθνή κρίση και συνεργάζονται με τις κυβερνήσεις των χωρών τους για την ορθολογικότερη διαχείρισή της. Τούτο σημαίνει πως έχουν αποδεχθεί το γεγονός ότι τα εργασιακά κεκτημένα, πριν από την κρίση, δεν μπορούν να παραμείνουν αλώβητα, στην προσπάθεια αντιμετώπισής της. Εδώ συμβαίνει κάτι πρωτοφανές. Η διατήρηση και η επαναφορά όλων των προ της κρίσεως κεκτημένων έχει καταστεί το κύριο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, μεταξύ κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Με πρόμαχους τους κομματο-συνδικαλιστές. Οπως είναι επόμενο, το φαινόμενο αυτό όχι μόνον δεν συντείνει στην ορθολογική αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά προκαλεί και πάμπολλες αδικίες στον καταμερισμό των θυσιών στο κοινωνικό σύνολο. Κλάδοι, που έχουν «αμέριστη» την κομματική στήριξη και την ισχύ πιέσεως, με μοχλό την κοινωνία, επιτυγχάνουν αδικαιολόγητες «εκπτώσεις» στη μείωση των κεκτημένων τους. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα το «έλλειμμα» να επιβαρύνει τους αδύναμους για απεργίες, καταλήψεις και λοιπές δυναμικές αντιδράσεις, εργαζομένους. Με γενικευμένο και ενδεικτικότερο παράδειγμα την εξοργιστική ανισοτιμία θυσιών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Βεβαίως, η κομματικο-συνδικαλιστική αντίδραση εναντίον κάθε αλλαγής επεκτείνεται και στους άλλους τομείς. Στην απελευθέρωση της αγοράς, με την κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων, στις αποκρατικοποιήσεις και σε κάθε μεγάλη επένδυση. Αλήθεια, πώς να ξεχάσει κανείς το κλείσιμο των λιμανιών στα κρουαζιερόπλοια, από αριστερούς συνδικαλιστές, που προκάλεσε απροσμέτρητη ζημία και δυσφήμηση στη χώρα μας; Ποιος δεν θυμάται τον ανεκδιήγητο Γιώργο Παπανδρέου, που κατέβηκε στον Πειραιά, για να «δεσμευθεί» πως θα καταργήσει την επιτυχέστατη, όπως αποδείχθηκε, συμφωνία με την «Κόσκο»; (Λίγους μήνες αργότερα, ως πρωθυπουργός, διαπραγματευόταν, εν κρυπτώ, την έλευση του ΔΝΤ)… Οπως αναφέραμε προλογικά, για όλα αυτά τα λάθη και τις μικροπολιτικές επιλογές, που έχουν κοστίσει και εξακολουθούν να προκαλούν ανυπολόγιστη ζημία στη χώρα μας, ουδείς αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί και να αναλάβει κάποια ευθύνη. Για τον λόγο αυτό έχει ουσιώδη σημασία να έχουμε όλοι μας πολιτική μνήμη. Ιδίως, όταν διαθέτουμε την ευχέρεια να κρίνουμε συμπεριφορές και πράξεις των κομμάτων, από το αποτέλεσμα και όχι από τις δήθεν φιλολαϊκές προθέσεις.
Πηγή: Καθημερινή