του Χρήστου Χωμενίδη
«Το σκισμένο χαρτί της επιστράτευσής μου … το έχω καταθέσει αντί στεφάνου στο μνημείο των 11 ηρώων μαχητών του ΕΛΑΣ που στις 13.10.1944 έπεσαν, υπερασπιζόμενοι στη μάχη της ηλεκτρικής το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι, που εσείς σήμερα ως υποτακτικοί της ΜΕΡΚΕΛ θέλετε να ξεπουλήσετε στα συμφέροντα».
Η ανωτέρω δήλωση του κυρίου Νίκου Φωτόπουλου θα κέρδιζε πολλαπλάσια δημοσιότητα εάν συνοδευόταν από φωτογραφικό υλικό. Εάν –ακόμα καλύτερα- ο κύριος Φωτόπουλος καλούσε τα τηλεοπτικά κανάλια να απαθανατίσουν την πράξη του.
Τον φαντάζομαι να στέκει προσοχή εμπρός στο μνημείο κι ενώ μια μπάντα μουσικών-συνδικαλιστών θα παιανίζει το «Βροντάει ο Όλυμπος κι αστράφτει η Γκιώνα», να κουρελιάζει με αργές κινήσεις το φύλλο επιστράτευσης και να ακουμπάει τα κομμάτια του στο μάρμαρο. Να αφήνει έπειτα ένα δάκρυ να κυλήσει και να ποτίσει τα άγρια γένια του και λίγο πριν αποχωρήσει, ένα πουλί –ένα λευκό, για την ακρίβεια, περιστέρι- να προσγειώνεται στον αριστερό του ώμο ή στην κορυφή του κεφαλιού του. Πριν με κατηγορήσετε ότι φαντασιοκοπώ, σάς θυμίζω πως ένα τέτοιο περιστέρι είχε καθίσει πάνω στα κορακίσια μαλλιά του Γιώργου Καρατζαφέρη κατά τον αγιασμό των υδάτων στην Κωνσταντινούπολη, το 2004. Ο ίδιος ο αρχηγός του ΛΑΟΣ δεν δίστασε να αξιοποιήσει το περιστατικό, υπονοώντας πως διαθέτει αποδεδειγμένα την ευλογία του Αγίου Πνεύματος.
Σε τι διαφέρει η παρωδία από την τραγωδία; Η πρώτη παριστάνει τη δεύτερη δίχως όμως να αποδέχεται τις συνέπειές της. Δέκα γυναίκες που τραγουδώντας και χορεύοντας το «έχετε γεια βρυσούλες», ρίχνονται στον γκρεμό είναι τραγικές ηρωίδες. Δέκα γυναίκες, που με τον ίδιο τρόπο πηδάνε από ύψος είκοσι πόντων, συμμετέχουν σε μια παρωδία. Ή αλλιώς φάρσα. Για να προκαλέσει το γέλιο των θεατών, ο σκηνοθέτης πρώτα θα ζουμάρει στα συσπαζόμενα πρόσωπα των δήθεν Σουλιωτισσών και έπειτα θα δείξει το αντί βαράθρου σκαλοπάκι. Για να προκαλέσει το γέλιο των πολιτών, ο σκηνοθέτης πρώτα θα παίξει στη διαπασών το κέλευσμα του Νίκου Φωτόπουλου «εγώ δεν επιστρατεύομαι κι αν τολμάνε, ας με απολύσουν!» και έπειτα θα αποκαλύψει ότι ως εκπρόσωπος των εργαζομένων στο διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ, ο κύριος Φωτόπουλος ούτε να επιστρατευθεί επιτρέπεται ούτε να απολυθεί κινδυνεύει.
Κατά την χαρισάμενη Μεταπολίτευση, η ελληνική κοινωνία είχε γίνει ευεπίφορη σε κάθε λογής παρωδία. Αρκεί να θυμηθούμε τον Κώστα Καζάκο ως επικεφαλής λαϊκού δικαστηρίου στην Πλατεία Συντάγματος να μαστιγώνει λεκτικά τον πρόεδρο Κλίντον και τελικά να του επιβάλει την εσχάτη των ποινών. Ή, λίγα χρόνια νωρίτερα, τους «δημοκρατικούς» δημάρχους να κηρύσσουν τους δήμους τους «αποπυρηνικοποιημένες ζώνες», λες και έτσι, εάν ξεσπούσε Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Δάφνη και η Ηλιούπολη θα προστατεύονταν από τις βόμβες νετρονίου. Ή τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, δήμαρχο τότε Αθηναίων, να κηρύσσει τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου και να συμφιλιώνεται με τον δήμαρχο Σπάρτης. Ή τον μακαριστό Χριστόδουλο να ανεμίζει στις λαοσυνάξεις το λάβαρο του 1821 για να μην παραλειφθεί η αναγραφή του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες. Εμείς, εσείς κι εγώ, προφανώς καγχάζαμε με τα παραπάνω καμώματα. Κάποιοι άλλοι ωστόσο –περισσότεροι; λιγότεροι;- δεν μπορεί παρά να τα έπαιρναν στα σοβαρά…
Η φαρσική χρήση των συμβόλων ήταν ίσως αναμενόμενη σε μιαν Ελλάδα η οποία έχοντας ξεφύγει από τους ηρωισμούς και από τα δράματα του παρελθόντος, είχε την πολυτέλεια να τα εξωραϊζει και να τα νοσταλγεί. Εξηντάρηδες άκουγαν αντάρτικα δίπλα στις πισίνες τους. Δεκαπεντάρηδες έπαιρναν ύφος Τσε Γκεβάρα και κατελάμβαναν σχολεία. Συνέπειες δεν υπήρχαν για σχεδόν κανέναν. Όλοι σερφάριζαν ανέμελα στην ελαφρότητα των καιρών. Ακόμα και οι ολέθριοι χειρισμοί στο Μακεδονικό, η παταγώδης αποτυχία της εκστρατείας “Macedonia is Greek”, δεν μας σκανδάλισε αρκετά. «Σε δέκα χρόνια θα έχει, έτσι κι αλλιώς, ξεχαστεί» είχε προεξοφλήσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Με τη χρεοκοπία του κράτους το 2010, σύσσωμος ο ελληνικός λαός έπεσε από τα σύννεφα. Και τσακίστηκε. Τα σχέδιά μας για το μέλλον ακυρώθηκαν μέχρι νεοτέρας. Στερηθήκαμε, το χειρότερο, κάθε αίσθημα ασφάλειας. Θα περίμενε κανείς ότι στις νέες, δεινές συνθήκες, η παρωδία θα εξαφανιζόταν δια ροπάλου από τον δημόσιο βίο μας. Πως εφόσον σοβάρεψαν τόσο απότομα τα πράγματα, θα σοβάρευαν και τα πρόσωπα.
Φευ! Η εποχή των μνημονίων έθρεψε τις πλέον φαρσικές, τις πιο γκροτέσκες καταστάσεις και μορφώματα που έχουμε αντικρύσει στη ζωή μας. Πλάι στο τέρας του νεοναζισμού, θαυμάσαμε ως αρχηγό πολιτικού κόμματος έναν άνθρωπο που μπερδεύει τους υδατάνθρακες με τους υδρογονάνθρακες. Είδαμε βουλευτίνες-ηρωίδες του Αλμοδοβάρ, μεγαλοδημοσιογράφους να κατεβάζουν τις ρακέτες του τένις και να σηκώνουν τα κόκκινα λάβαρα, σκιώδεις ή πρώην πρωθυπουργούς να μπαρουφολογούν ακαταπαύστως ή να πίνουν το αμίλητο νερό. Ο Νίκος Φωτόπουλος της ΔΕΗ δεν αποτελεί παρά τον τελευταίο τροχό αυτής της παρδαλής αμάξης, που περιφέρεται ανά την Ελλάδα και στήνει ακόμα παραστάσεις με εντυπωσιακή επιτυχία…
Το δυσαπάντητο για μένα ερώτημα είναι πως γίνεται ένας λαός ο οποίος έχει τόσο καψαλιστεί, να ανέχεται να τον κοροϊδεύουν μες στα μούτρα τύποι που προφανώς ελάχιστα έχει ιδρώσει το αυτί τους απ’την κρίση; Που ζούνε όπως πρώτα και καλύτερα; Πώς τα καταφέρνουν σαλντιμπάγκοι τελευταίας διαλογής να κερδίζουν, να μαγνητίζουν, να κατευθύνουν την κοινή γνώμη;
«Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη…» θα έλεγε ο σκοπελίτης λόγιος του 18ου αιώνα, Καισάριος Δαπόντες.
Ενδεχομένως πάλι, όταν πριν από την οικονομία έχει καταρρεύσει η παιδεία, και η πιο αυτοκτονική αφέλεια του κόσμου να είναι απολύτως εξηγήσιμη…
Πηγή: LifO