του Στέφανου Κασιμάτη
Σαν το καραγκιοζάκι (το jack-in-the-box στα αγγλικά) που τινάζεται με ένα ελατήριο μόλις ανοίξεις το κουτί, έτσι και η ελάχιστη απόσταση που χωρίζει το τραγικό από το γελοίο πετάγεται μπροστά σου από εκεί που δεν το περιμένεις και σε ξαφνιάζει. Αν η υγεία ενός ανθρώπου, του καθηγητή Νίκου Μαραντζίδη, δεν είχε κινδυνεύσει από την επίθεση των αριστερών τραμπούκων εναντίον του προχθές στη Θεσσαλονίκη, η υπόθεση θα ήταν -πέραν όλων των άλλων- και για γέλια.
Κατ’ αρχάς, οι τραμπούκοι δεν ήξεραν καν ποιος ήταν, φυσιογνωμικά, ο Μαραντζίδης. Εκείνος που παράγγειλε την επίθεση έστειλε τους τρεις πιθήκους στο τραπέζι του καφενείου όπου καθόταν ο καθηγητής με έναν φοιτητή του και συζητούσαν, όμως αυτοί έπιασαν στην αρχή να προκαλούν τον φοιτητή, νομίζοντας οι ηλίθιοι ότι επρόκειτο για τον Μαραντζίδη. Αφού κατάλαβαν ποιος από τους δύο στο τραπέζι ήταν ο στόχος τους (και αυτό επειδή ο ίδιος τους δήλωσε την ταυτότητά του), με τα όποια γλωσσικά μέσα διέθεταν, προχώρησαν στο επόμενο στάδιο της επίδειξης της αγνοίας τους: ιδέα δεν είχαν για τις απόψεις του Μαραντζίδη, οι οποίες στο κάτω κάτω υποτίθεται ότι ήσαν το «αμάρτημα» για το οποίο τους είχε δοθεί εντολή να τον δείρουν. «Εσύ είσαι ρε αυτός που λέει αυτά για την Αριστερά;» Ποια «αυτά»; Αυτά που γράφει στην «Καθημερινή»; Τα άλλα που γράφει στα βιβλία του για τον Εμφύλιο; Τι ακριβώς; Η μόνη απόκριση που είχαν στις ερωτήσεις του Μαραντζίδη ήταν η ερώτηση αν είναι δεξιός. Ζωώδης η κατάστασή τους, εν ολίγοις…
Αναρωτιέμαι πόσο διαφορετικοί, ως προς την ηλιθιότητα, είναι οι τύποι που έδειραν τον Μαραντζίδη από τους τραμπούκους της Χρυσής Αυγής, τους οποίους σατιρίζουν οι γελοιογράφοι ως πιθήκους. Πόσο διαφορετικοί, επίσης, από τους αδελφούς Ξηρούς, που όταν αποκαλυπτόταν η βλακεία τους κατά τη διάρκεια της δίκης τους δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε ότι τα εγκλήματα της 17Ν είχαν διαπραχθεί από δύο αδέλφια τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι πηγή έμπνευσης για τον δημιουργό των αδελφών Ντάλτον στις περιπέτειες του Λούκυ Λουκ.
Εννοείται, ασφαλώς, ότι διαφορές υπάρχουν και είναι εμφανείς. Σε γενικές γραμμές, η βία των χρυσαυγιτών είναι δεξιά βία, ενώ των αντιεξουσιαστών αριστερή. Επίσης, δεν μπορούμε να εξισώνουμε τρεις κλωτσιές στο κεφάλι με τρεις σφαίρες από σαρανταπεντάρι στο στήθος: οι πρώτες σε στέλνουν στο νοσοκομείο, οι άλλες στο νεκροταφείο. Πράγματι έτσι είναι· από την άλλη πλευρά, όμως, οι διαφορές κατά τον βαθμό της πολιτικής βίας ή την προέλευσή της δεν αλλοιώνουν καθόλου την ουσία της πράξης. Ληστεία είναι αν αρπάξεις μια σοκοφρέτα από το περίπτερο απειλώντας τον περιπτερά με ένα πολύ καλά ξυσμένο μολύβι, ληστεία και αν αρπάξεις 100.000 ευρώ από την τράπεζα απειλώντας τους υπαλλήλους με ένα καλάσνικοφ.
Η παγίδα στην οποία έχουμε πέσει ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία είναι ότι τα κριτήρια που έχουν θεσπισθεί για τη διαβάθμιση της ποινής μιας κολάσιμης πράξης εμείς τα εφαρμόζουμε στην ηθική αξιολόγησή της. Το αποτέλεσμα είναι να ανεχόμαστε σιωπηρά -κάποιες φορές ακόμη και να δεχόμαστε- μορφές πολιτικής βίας, με γνώμονα το αν ασκείται από τους «καλούς» ή τους «κακούς». Από τη στιγμή, όμως, που η ηθική απαξία της βίας παύει να είναι απόλυτη και αναγνωρίζουμε προϋποθέσεις και όρια στην ηθική αξιολόγησή της είμαστε καταδικασμένοι να ανεχόμαστε τη μετάθεση αυτών των ορίων ολοένα παραπέρα. Αν δεν αντιδρούμε για μία σφαλιάρα, γιατί να αντιδράσουμε για δύο ή τρεις σφαλιάρες; Πού τίθεται το όριο του αποδεκτού αριθμού σφαλιαρών; Και αφού εθιζόμαστε στην κανονικότητα της σφαλιάρας, γιατί να μην αρχίσει ο εθισμός μας και στις κλωτσιές ή τις γροθιές; Και, κάπως έτσι, πάει λέγοντας…
Οι αιτίες του φαινομένου είναι σαφώς πολιτικές. Οφείλονται στην πλήρη και άκριτη εξιδανίκευση της Αριστεράς και των «αγώνων» της, κάτι που ξεκίνησε με τη Μεταπολίτευση ως φυσιολογική αντίδραση στην ηλιθιότητα της χούντας των συνταγματαρχών, αλλά επιταχύνθηκε ιλιγγιωδώς επί πασοκαρίας. (Ας μη μας διαφεύγει ότι η πασοκαρία ήταν που έδωσε συντάξεις αντιστασιακών σε δολοφόνους της ΟΠΛΑ…) Επί χρόνια οι βουλευτές της Αριστεράς και της «δημοκρατικής» παράταξης παρήλαυναν στα δικαστήρια, υπερασπιζόμενοι κάθε (αριστερής) καρυδιάς καρύδι: από τρομοκράτες που ανατιναζόταν η βόμβα στα χέρια τους μέχρι την αληταρία που κατελάμβανε το Πολυτεχνείο και το έκαιγε. Και όσο το σύστημα ανεχόταν τη βία τόσο εντεινόταν η ασυδοσία της. Καταληψίας ξεκίνησε ο περιβόητος Μαζιώτης για να εξελιχθεί σε βομβιστή και να καταλήξει φυγόδικος ληστής τραπεζών.
Υπό αυτήν την οπτική γωνία, το γεγονός της επίθεσης εναντίον του Μαραντζίδη δεν είναι ανεξάρτητο από άλλες παραδοξότητες που αποτελούν μέρη αυτού που θεωρείται πλέον «καθημερινότητα». Ας πούμε, η παρουσίαση του βιβλίου του Κουφοντίνα σε αίθουσα της Νομικής Σχολής, με τον ίδιο σε τηλεφωνική σύνδεση από τον Κορυδαλλό. Επίσης, το αδιανόητο φαινόμενο όπου 27 συνδικαλιστές αποφασίζουν να κλείσουν το Πολυτεχνείο και, με τον τρόπο αυτό, επιβάλλουν τη βούλησή τους εις βάρος των δικαιωμάτων χιλιάδων πολιτών. (Με εξαίρεση τους ποδηλάτες, στους οποίους, όπως εξήγησε ραδιοφωνικώς χθες το πρωί ένας γραφικός συνδικαλιστής, η πρόσβαση είναι πάντα ελεύθερη…) Ούτε βέβαια είναι άσχετη η δράση των τραμπούκων της Αριστεράς με το γελοιωδέστατο θέαμα ενός υποτιθέμενου υπουργού Παιδείας, ο οποίος διατρανώνει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να υπερασπισθεί τα δικαιώματα όσων θίγονται από την αυθαιρεσία των καταληψιών του Πολυτεχνείου. (Ούτε καν να ζητήσει την παρέμβαση του εισαγγελέα; Αν πρέπει να το κάνουν άλλοι για λογαριασμό του, γιατί να είναι υπουργός;)
Για να ξεμπερδευτεί κάποτε αυτό το κουβάρι, πρέπει πρώτα ο ρόλος της Αριστεράς σε αυτή τη χώρα να αποτιμηθεί αντικειμενικά, πέρα από τους μύθους με τους οποίους περιβάλλεται. Ούτε εύκολο είναι για όσους το προσπαθούν ούτε χωρίς κόστος – διότι σαράντα χρόνια τώρα η Αριστερά έγινε επάγγελμα και κατεστημένο. Ομως, αυτό ακριβώς κάνει ο Μαραντζίδης με την έρευνά του ως ιστορικός. Γι’ αυτό και έφαγε ξύλο από τους τραμπούκους της. Ας το μάθουν τουλάχιστον τα ζώα που τον έδειραν. (Οχι δηλαδή ότι τους ενδιαφέρει, αλλά τέλος πάντων…)
Πηγή: Καθημερινή