του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Θυμάμαι με νοσταλγία φίλους και γνωστούς που έλεγαν, τα παλιά αθώα χρόνια, το 2010 ή το 2011, ότι η κρίση μπορεί να είναι και αφορμή για να διορθωθούν τα πράγματα σε τούτη τη χώρα, ότι δεν μπορεί, κάτι καλό θα βγει τελικά. Γλυκούληδες.
Στην πράξη η κρίση έχει αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπο του εκλογικού σώματος, ενώ οι φωνές που ακούγονται πλέον είναι σχεδόν αποκλειστικά οι πιο απλοϊκές, δυνατές και ολιγοσύλλαβες. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν αυτές οι φωνές, δε, είναι ένα φαινόμενο άξιο μελέτης.
Οπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει πάει σχολείο ή πανεπιστήμιο ή γενικότερα ζει στη χώρα χωρίς να είναι κλεισμένος μέσα στο σπίτι του, οι Ελληνες δεν είμαστε ιδιαίτερα ευγενείς, είμαστε κάπως φωνακλάδες, κατά κανόνα αγενείς και βωμολόχοι. Δεν είμαστε οι πιο φωνακλάδες του κόσμου, ούτε οι πιο αγενείς, αλλά δεν είμαστε αγγελούδια, είμαστε στρυφνοί και περίεργοι, και βρίζουμε πολύ.
Η αγένεια και η χυδαιολογία ήταν πάντα καίριο στοιχείο της επικοινωνίας μεταξύ μας. Πλέον, όμως, η χυδαιολογία και η αγένεια ξεχειλίζουν από τα γήπεδα και τις καφετέριες και εισβάλλουν στο δημόσιο λόγο -και στη Βουλή- σταδιακά και ακατάσχετα και, απ’ ό,τι φαίνεται, αναπόφευκτα.
Μπορεί να μην είναι εύκολα αντιληπτός ο εκχυδαϊσμός του δημόσιου λόγου επειδή είναι σταδιακός, δεν ξεκινά από το μηδέν, έχει προϊστορία. Θυμόμαστε χυδαιότητες από τις καλές εποχές κιόλας, τη θέα του Γιώργου Βουλγαράκη να απολαμβάνει τα συνθήματα μελών της ΔΑΠ, που υπόσχονταν τραγουδιστά να κάνουν γλυκό έρωτα σε μέλη της ΠΑΣΠ, ας πούμε. Αλλά πλέον αυτά τα φαινόμενα είναι πιο συχνά, και η χυδαιότητα είναι παρούσα στις περισσότερες εκφράσεις δημοσίου λόγου, ενίοτε ντυμένη με κανονικότατες βωμολοχίες της εξέδρας. Οσο η απόσταση της εξέδρας από την πολιτική ζωή μειώνεται, το λεξιλόγιο εξομοιώνεται.
Αναφέρομαι σε πράγματα που ακούσαμε στην ομιλία του Αχιλλέα Μπέου μετά τη νίκη του στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών ή σε όσα διαβάσαμε στην απάντηση του Γιάννη Μώραλη στη Γιάννα Αγγελοπούλου, που χρησιμοποιούσαν τη γνώριμη passive-aggressive-μάγκικη γλώσσα των ανακοινώσεων έπειτα από αγώνα στον οποίο η διαιτησία αδίκησε την ομάδα μας.
Αλλά τα βλέπουμε, φυσικά, και στα «σκάσε, ρε λιγδιάρη» του προφυλακισμένου αρχηγού νεοναζιστικού κόμματος μέσα στη Βουλή και στα «σκάστε, ρε αδερφάρες» νεοναζί βουλευτών προς συναδέλφους τους και στο γενικότερο τραμπουκομάγκικο ύφος των μελών της φασιστικής οργάνωσης. Επίσης, στο σκίτσο του Γιάννη Καλαϊτζή με τον παραμορφωμένο Σόιμπλε, ζωγραφισμένο κίτρινο σαν τον κύριο Μπερνς από τους Simpsons, να κραδαίνει έναν τριχωτό φαλλό στο πρωτοσέλιδο καθημερινής εφημερίδας.
Ή και στον μεστό λόγο προέδρου φαρμακευτικού συλλόγου που υποσχόταν πως «11.000 φαρμακεία θα είναι ο τάφος σας».
Οσο περνά ο καιρός, αυτά θα τα βλέπουμε πιο συχνά, ενώ είμαι βέβαιος ότι δεν αργεί η ώρα που θα πέσουν και επισήμως φάπες μέσα στην αίθουσα του Κοινοβουλίου (απ’ έξω έχουν πέσει ήδη, και πρόσφατα, σε επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον υιό Μπαλτάκο). Μπορεί να δούμε και βουλευτές να ανάβουν καπνογόνα, φωνάζοντας συνθήματα ημίγυμνοι, χοροπηδώντας στα έδρανα. Φυσικά, όπως όλα τα φαινόμενα, κι ετούτο δεν έχει να κάνει μόνο με την έκφρασή του. Οι βρισιές, η επιθετική εκφορά και η κατάργηση κάθε διαλόγου είναι εκφράσεις που σημαίνουν κάτι: τον ευτελισμό κάθε είδους επικοινωνίας. Ουσιαστικά την κατάργηση της επικοινωνίας. Οταν ο δημόσιος διάλογος μετατρέπεται σε τσακωμό, βρισίδια και κλωτσοπατινάδα, η επικοινωνία παύει και η ανθρώπινη γλώσσα μετατρέπεται από εργαλείο σε όπλο. Βρίζοντας, ουρλιάζοντας και προσβάλλοντας, τα καμάρια του λαού, η αφρόκρεμα, οι εκλεκτοί και οι εκλεγμένοι, οι άνθρωποι που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν μπροστά σε μια κάμερα ή σε ένα κασετοφωνάκι να αρθρώνουν δημόσιο λόγο, μετατρέπουν τη συζήτηση σε βία.
Υπάρχει η άκυρη δικαιολογία πως ακραίες καταστάσεις μπορούν να φέρουν κάθε άνθρωπο εκτός εαυτού και, καθώς ζούμε ακραίες καταστάσεις, δικαιολογούνται οι άνθρωποι να είναι πιο επιθετικοί και χυδαίοι. Αυτή η αντίληψη θεωρεί την ευγένεια περιττό φτιασίδωμα, πολυτέλεια που μπορεί εύκολα να την ξεφορτωθεί κανείς όταν πιστεύει ότι οι συνθήκες δεν σηκώνουν φτιασιδώματα. Είναι πολλοί που την ενστερνίζονται. Γι’ αυτό ο χολερικός λόγος των νεοναζί είναι ακριβώς αυτό που θέλουν οι χολερικοί ψηφοφόροι τους – πιστεύουν ότι η δύσκολη κατάστασή τους μόνο με τέτοια λόγια περιγράφεται, επειδή δεν ξέρουν άλλα. Μα φυσικά δεν είναι έτσι. Η ευγένεια και η αξιοπρέπεια δεν είναι ένα έξτρα μπόνους κερασάκι της ανθρώπινης επικοινωνίας, που το χρησιμοποιούμε μόνο όταν είμαστε χορτάτοι. Είναι εγγενές στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου.
Κι έτσι, ο επικοινωνιακός βόθρος στον οποίο βουλιάζει ο ελληνικός δημόσιος λόγος δείχνει πεντακάθαρα το επίπεδο της προσωπικότητας των ατόμων που συμμετέχουν σ’ αυτόν.
Πηγή: Καθημερινή