του Ηλία Σιακαντάρη
Την Κυριακή δεν ψήφισαν μόνον Ελληνες, κάλπες αντίκρισαν και οι Ελβετοί. Το κάνουν συχνά: Το ελβετικό πολίτευμα είναι γνωστό για την τακτική πρόσκληση των πολιτών σε δημοψηφίσματα. Αλλά, αντίθετα με το ελληνικό αποτέλεσμα, το ελβετικό δεν σηκώνει αμφισβήτηση ούτε «πολλαπλές ερμηνείες»: Με ποσοστό 76%, οι Ελβετοί ψηφοφόροι απέρριψαν πρόταση (του σωματείου των εργαζομένων στις μεταφορές) για την εισαγωγή κατώτατου ωρομισθίου 22 ελβετικών φράγκων (ευρώ 3.300/μήνα). Την πρόταση για τον «υψηλότερο κατώτατο μισθό του πλανήτη» είχαν στηρίξει πολιτικά Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι – με το επιχείρημα ότι σε μία από τις πιο πλούσιες και ακριβές χώρες του κόσμου είναι σκανδαλώδες ο ένας στους δέκα εργαζομένους να εισπράττει μισθό που δεν φτάνει για βασικές δαπάνες διαβίωσης.
Κυβέρνηση και εργοδοτικές ενώσεις τοποθετήθηκαν από την αρχή κατά της πρότασης. Σε έναν πολύμηνο διάλογο σε τηλεοπτικούς δέκτες και φιλικές συναθροίσεις, τα επιχειρήματά τους έπεισαν τρεις στους τέσσερις Ελβετούς: Καλός ο κατώτατος μισθός, είπαν, αλλά τι γίνεται όταν θα κληθούν να τον πληρώσουν οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις της επαρχίας που ζορίζονται (και είναι αρκετές); Τι θα γίνει αν αναγκαστούν να απολύσουν υπαλλήλους τους; Τι επίδραση θα έχει στους υπόλοιπους μισθούς – και τις τιμές; Στην προοπτική μικρότερης απασχόλησης (ανεργία: 4,1%!) και ακόμη μεγαλύτερης ακρίβειας, οι Ελβετοί προσέγγισαν ένα τεχνικό ζήτημα, το συζήτησαν και κατέληξαν ότι η πρόταση δεν είναι το σωστό δίχτυ προστασίας για τους οικονομικά ασθενέστερους.
Δεν υποστηρίζω πως οι λύσεις της Ελβετίας μπορούν να παραδειγματίσουν την Ελλάδα. Η ελβετική κοινωνία και οικονομία έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες, αγκυλώσεις και μελανές πτυχές (βλ. «Η πίτα και ο σκύλος», «Κ» – 11/12/2014). Ούτε θεωρώ δίκαιη τη σύγκριση των αντιδράσεων: Αλλες συνθήκες είχε ο «πολιτικός πολιτισμός» να αναπτυχθεί στην Ελβετία, μια χώρα στο γεωγραφικό σταυροδρόμι της ηπείρου, που απολαμβάνει αμέτρητες δεκαετίες ευμάρειας, ειρήνης και σταθερότητας (εγγυημένης από τις καταθέσεις γενεών επί γενεών διεθνών κροίσων) και άλλες δυνατότητες έχουν να ανθήσουν δημοκρατικές πρακτικές και εμπιστοσύνη σε μια κατακερματισμένη νησιωτική επικράτεια στις εσχατιές της ηπείρου, που πορεύτηκε για 200 χρόνια πάνω σε ένα ασταθές πλέγμα ξένου και εγχώριου «παραγοντιλικίου». Τα δημοκρατικά παράσημα δεν έρχονται δωρεάν και η Ελβετία είχε τις καλύτερες εργαστηριακές συνθήκες.
Δεν θα σταθώ ούτε στο αν, τελικά, αποδειχθεί οικονομικά ορθή ή όχι η καταψήφιση του κατώτατου μισθού – αν, δηλαδή, κράτος και εργοδότες «ξεγέλασαν» τους πιο εύπιστους Ελβετούς, ή αν οι πολίτες αυτοπεριοριζόμενοι «προστατεύουν» θέσεις εργασίας και ευημερία.
Θα σταθώ μόνο στο εξής: Η διαβούλευση της ελβετικής κοινωνίας κατέληξε σε συμπέρασμα που πηγαίνει κόντρα στο προφανές ατομικό, βραχυπρόθεσμο συμφέρον. Δείχνει μια κοινωνία που συζητά και αυτοδιοικείται ουσιαστικά, χωρίς δράματα και «Στέλλα, φύγε κρατάω μαχαίρι» και στόμφο. Που καταφέρνει να προσεγγίζει αντίθετα επιχειρήματα χωρίς βεβαιότητες, μονοπώλια ευαισθησίας και φανατισμό. Το κάστρο του καπιταλισμού δείχνει πως το να διαβουλεύεται μια κοινωνία με εμπιστοσύνη και να αποφασίζει με κριτήριο το κοινό καλό και όχι το προσωπικό όφελος, δεν ενέχει ιδεολογικό δίλημμα, αντιθέτως, αποτελεί πρακτική ανάγκη της εξέλιξής της.
Η ωρίμανση μιας κοινωνίας στο να μπορεί να διατυπώσει τις επιλογές της χωρίς υποκρισία και μετά να επιλέξει τη «δυσάρεστη» γιατί «πρέπει», παραπέμπει στη μετάβαση της ψυχολογίας της νεανικής ανεμελιάς σε αυτή του οικογενειάρχη με εξαρτημένα μέλη. Δεν είναι όλοι οι ενήλικοι ίδιοι: ούτε μπορούν ούτε είναι υποχρεωτικό. Oλοι οι έφηβοι, όμως, κάποτε πρέπει να μεγαλώσουν.
Πηγή: Καθημερινή