της Αντιγόνης Λυμπεράκη*
Τον Οκτώβριο του 2009 η Ελλάδα μπήκε στην εποχή του μνημονίου με μια πράξη αγέρωχου πολιτικού αυτισμού. Η πρώτη αντίδραση στην αποκάλυψη του γιγαντιαίου ελλείμματος των Greek statistics ήταν να προχωρήσουμε στην τελείως αντίθετη από την ενδεδειγμένη κατεύθυνση. Αντί για μέτρα νοικοκυρέματος, ώστε να καταλάβουν όλοι ότι το μήνυμα ελήφθη, ανακοινώθηκε η χορήγηση του «Επιδόματος Αλληλεγγύης» ύψους ενός δισ. ευρώ. Το δώρο αυτό δεν εξυπηρετούσε στόχους κοινωνικής πολιτικής (και γι’ αυτό ξεχάστηκε). Επεσε η πρώτη δόση εφάπαξ ως χαρτζιλίκι, και χάθηκε στη γενική χοάνη του ελλείμματος. Αν είχε κάποια σκοπιμότητα, ήταν να υπογραμμίσει ότι αυτοί που ήταν τότε στην κυβέρνηση ήταν χουβαρντάδες, ότι δεν υπολόγιζαν μακροοικονομικούς περιορισμούς ούτε δημοσιονομικούς καταναγκασμούς. Το μήνυμα ήταν: «Είμαι μάγκας και το κέφι μου θα κάνω… Δεν με σκιάζει φοβέρα καμιά». Ηταν κίνηση αντάξια του Αλέξη Ζορμπά ― άρνησης της πραγματικότητας: Μη σας νοιάζει ― ό,τι και να συμβεί, οι πελατειακές μας συνήθειες δεν απειλούνται.
Στο κατώφλι της εξόδου από την επιτήρηση έχουμε μια παραπλήσια πράξη. Κατά σύμπτωση το ίδιο ποσό, 500 εκατ. ευρώ, γίνεται πασχαλινή λαμπάδα για διάφορους πελάτες ― ένστολους, πολύτεκνους, κ.ά. Μαζί με αυτούς θα κάνουν καλύτερο Πάσχα και κάποιοι με πραγματικές ανάγκες –άστεγοι, ανασφάλιστοι– ως κοινωνικό περιτύλιγμα. Η διαφορά με το 2009 έγκειται στο ότι ο σημερινός μποναμάς έχει άμεμπτη (εκλογική) λογική. Εκτός αυτού, η έλλειψη ευθυγράμμισης με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πολιτικής και της οικονομίας είναι παρόμοια. Οταν μεγάλο τμήμα του πρωτογενούς πλεονάσματος αντανακλά υπερφορολόγηση και ταχυδακτυλουργικές μεταφορές πληρωμών, ο πασχαλινός μποναμάς στοχεύει δικαιούχους με εκλογικά και όχι κοινωνικά κίνητρα.
Κύριος στόχος είναι να κλείσει το μάτι σε εκλεκτές ομάδες: «Ο,τι και να γίνει, εμείς στην κυβέρνηση θα συνεχίζουμε να μοιράζουμε λεφτά όπως παλιά». Και υπόρρητα: «Δίνουμε σε αυτούς τώρα, αλλά θα δώσουμε σε εσάς αργότερα ― φτάνει να “κάνετε το σωστό” και να μας ψηφίσετε».
Οι δύο πράξεις –στην είσοδο και στην έξοδο της κρίσης– έχουν ισχυρό συμβολισμό. Ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν. Οι πελατειακές μας πρακτικές είναι ασφαλείς από οποιαδήποτε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Το μήνυμα εκπέμπεται προς τα μέσα την ίδια στιγμή που το αντίθετο υποστηρίζεται σθεναρά προς τα έξω. «Εχουμε πετύχει. Η Ελλάδα είναι μια διαφορετική χώρα. Εχουμε βγει στις αγορές».
Η αγέρωχη περιφρόνηση της πραγματικότητας συμβαδίζει με συστηματική διγλωσσία:
• Προσαρμόζουμε τα μακροοικονομικά μεγέθη, αλλά όχι την καθημερινή μας μικροοικονομική συμπεριφορά.
• Πανηγυρίζουμε τις αλλαγές στα συγκεντρωτικά μεγέθη, και δίνουμε μάχες οπισθοφυλακής στις διαρθρωτικές αλλαγές.
• Υποστηρίζουμε τις μεταρρυθμίσεις γενικά αλλά καμιά μεταρρύθμιση ειδικά.
• Αλλάζουμε τη βιτρίνα του μαγαζιού, κρατώντας το εσωτερικό όσο πιο ίδιο γίνεται.
• Απευθυνόμενοι προς τα έξω υπογραμμίζουμε τις αλλαγές. Προς τα μέσα περηφανευόμαστε ότι όλα παραμένουν ίδια.
Κοινός τόπος είναι ότι κάνουμε ό,τι απαιτείται για το ύψιστο αγαθό: τη σχέση του κράτους με τους πελάτες του. Το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι οι σχέσεις του κάθε πελάτη με την εξουσία, σχέσεις που υπήρχαν πριν από το μνημόνιο, θα υπάρχουν και μετά.
Στον Γατόπαρδο του Τζιουζέπε ντι Λαμπεντούσα ο Πρίγκιπας λέει: «Ολα πρέπει να αλλάξουν για να μείνουν όλα ίδια». Με αυτό εννοεί ότι σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία, αν επιθυμείς κάποια βασικά αγαθά, πρέπει να προσαρμοστείς. Στη μνημονιακή Ελλάδα φαίνεται ότι έχουμε καταλάβει τη ρήση ανάποδα: «Προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε, πρέπει (να φαίνεται) ότι αλλάζουν όλα».
* H κ. Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο, αντιπρόεδρος της Δράσης και υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Πηγή: Καθημερινή