του Φώτη Γεωργελέ
Μου συμβαίνει ένα ευχάριστο γεγονός το οποίο οδηγεί όμως σε δυσάρεστα συμπεράσματα. Όλη την εβδομάδα που μεσολαβεί μέχρι να γράψω αυτό το κείμενο, παρακολουθώ, διαβάζω μανιωδώς τα μέσα ενημέρωσης και κρατάω σημειώσεις. Εκατοντάδες σημειώσεις, δεκάδες σελίδες, τις οποίες διαβάζω και ξαναδιαβάζω συνεχώς. Τον τελευταίο καιρό, ενώ συνεχίζω να διαβάζω τον ίδιο όγκο πληροφοριών, παρατηρώ ότι δεν κρατάω σχεδόν καθόλου σημειώσεις. Ίσως μόνο τους τίτλους, τα γεγονότα. Ο πρύτανης ζητάει να πληρωθούν οι μέρες της απεργίας που κράτησαν κλειστά τα πανεπιστήμια ένα εξάμηνο. Πλην του ότι κανείς λαϊκός αγωνιστής δεν αισθάνεται ντροπή να επιχορηγείται από το δημόσιο χρήμα ο αντιμνημονιακός του αγώνας εναντίον των δυνάμεων κατοχής, το ίδιο το γεγονός δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο. Το ξέρουμε, έχει ξανασυμβεί, ξέρουμε τις αιτίες. Δεν κρατάω σημειώσεις γιατί πια τα «ξέρω», τα έχω γράψει, επαναλαμβάνομαι. Κι αυτό είναι το δυσάρεστο συμπέρασμα, γράφουμε για τα ίδια προβλήματα γιατί αντιμετωπίζουμε πάντα τα ίδια προβλήματα. Βρισκόμαστε δηλαδή ακόμα στο 2010. Ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες αποδέχτηκαν την πραγματικότητα και προχώρησαν στη λύση του προβλήματος, εμείς συνεχίζουμε ακόμα να προσπαθούμε να βρούμε το κόλπο για να αρνηθούμε την πραγματικότητα, να μείνουμε εκεί που είμαστε πριν την κρίση. Αν είχαμε προχωρήσει, τώρα θα συζητούσαμε τα πραγματικά προβλήματα, πώς δηλαδή θα αλλάξουμε τη χώρα, με ποιους τρόπους θα αναπτύξουμε την παραγωγή, θα κάνουμε μια βιώσιμη, ανταγωνιστική οικονομία. Εκεί θα είχαμε πολλές διαφορετικές προτάσεις να εξετάσουμε, να βρούμε τις πιο προοδευτικές λύσεις, αυτές δηλαδή που θα αποφέρουν μεγαλύτερο όφελος για περισσότερους. Δεν συζητάμε αυτό. Συζητάμε πώς θα διατηρήσουμε το χρεοκοπημένο καθεστώς.
Ο δημόσιος διάλογος γίνεται παραπειστικός, συζητάμε οτιδήποτε άλλο εκτός από τη λύση του προβλήματος. Κάθε μέρα στην ημερησία διάταξη είναι μια ακόμα ιστορία παραπλάνησης και καθυστέρησης. Ήταν λάθος τα μνημόνια, υπήρχε τρόπος να μην μπούμε ειδικά εμείς σε μνημόνιο, ποιος είναι ο ένοχος, πώς κατασκοπικά μεθοδεύτηκε η υπαγωγή μας, πώς θα βρίσκαμε αλλού λεφτά με τρόπο μαγικό, θα μας δάνειζαν άλλοι, οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, θα βρίσκαμε πετρέλαιο, θα μας δώσουν τις γερμανικές αποζημιώσεις, θα μας δώσουν ένα σχέδιο Μάρσαλ, κάτι θα γίνει τέλος πάντων ώστε να μη χρειαστεί να αλλάξουμε εμείς τίποτα. Θεωρίες συνωμοσίας, κουβέντες καφενείου, από τα τηλεοπτικά πάνελ των μεταμεσονύκτιων εκπομπών περνάνε στα πρωτοσέλιδα, αναπαράγονται στο διαδίκτυο, γίνονται συζητήσεις στη Βουλή, κραυγές και ψίθυροι, την άλλη βδομάδα ξεχνιούνται, σειρά έχει η επόμενη μαγική λύση, η επόμενη θεωρία συνωμοσίας. Θυματοποίηση, μιζεραμπιλισμός, άρνηση της πραγματικότητας, ναρκισσισμός. Κάτι συμβαίνει, κάτι γίνεται εναντίον μας, όλοι συνωμοτούν για το κακό μας, δεν μας αφήνουν στη βολή μας. Κοινωνία καθηλωμένη σε παιδισμό, πιστεύει ότι είναι το κέντρο του κόσμου.
Όχι μόνο τίποτα ψεκασμένοι αντιμνημονιακοί, αλλά όλοι, κόμματα, πολιτικοί αρχηγοί, δημοσιογράφοι, επαναλαμβάνουν κάθε μέρα το ίδιο στερεότυπο: Κάτι γίνεται εναντίον μας. Ποτέ τι κάνουμε λάθος εμείς. Γιατί όλες οι άλλες χώρες το κάνουν διαφορετικά. Λέει ο πρόεδρος της δημοκρατίας: Ζητείται από τον ελληνικό λαό να υλοποιήσει επώδυνα προαπαιτούμενα και υποχρεώσεις. Ζητάει κανείς τίποτα από τον ελληνικό λαό; Ό,τι θέλει κάνει. Συγνώμη δηλαδή για να καταλάβω, άμα σου πω, φίλε, δεν έχω χρήματα να σου δανείσω, αν δεν μπορείς να συντηρήσεις το αυτοκίνητό σου, πούλα το, σου ζητάω τίποτα; Ό,τι θέλεις κάνεις, σου ζητάω μόνο να μη μου ζητάς δανεικά. Κάθε μέρα στους τίτλους των εφημερίδων, στα στόματα των πολιτικών, υπάρχει η φράση, οι «επώδυνες θυσίες του ελληνικού λαού». Τι θυσίες ακριβώς κάνει ο ελληνικός λαός; Θυσίες θα έκανε αν του ζητούσαν να δίνει το 10% των εθνικών μας εσόδων για τα παιδάκια του Νίγηρα που πεινάνε. Για τις ανατολικές χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού που έχουν βγει από την περιπέτεια θεόφτωχες. Τώρα ποιες είναι οι θυσίες που μας ζητάνε; Να μη ζητάμε δανεικά;
Δεν κάνουμε θυσίες. Κάνουμε επιλογές. Εμείς θέλουμε να είμαστε έτσι. Την Κυριακή δημοσιεύτηκαν στην «Καθημερινή» τα δισεκατομμύρια που πρέπει να πληρώσει το κράτος γιατί κατέπεσαν οι εγγυήσεις των δανείων που έχουν πάρει κρατικές εταιρείες, οργανισμοί, δήμοι και δημοτικές επιχειρήσεις. Μόνο για τα δάνεια μίας κρατικής επιχείρησης, του ΟΣΕ, πρέπει να πληρώσουμε 2,3 δις. Όσο δηλαδή ένα «χαράτσι» της ΔΕΗ. Γιατί κανείς δεν λέει ότι το φετινό «χαράτσι» το πληρώνουμε για να εξοφλήσουμε τα χρέη του ΟΣΕ; Γιατί όλοι, μα όλοι, μιλάνε για τις «απαιτήσεις» των δανειστών, τις «επιταγές» της τρόικας, τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της Μέρκελ και όλα αυτά τα ηρωικά τίποτα που στόχο έχουν να κρύβουν συνεχώς την πραγματικότητα; Θέλεις να έχεις κρατικές επιχειρήσεις που διοικούν τα κόμματα και οι συνδικαλιστές τους, θέλεις να μείνουν κρατικές όλες οι χρεοκοπημένες επιχειρήσεις του ’70 και του ’80 που κρατικοποίησε το πολιτικό σύστημα; Νομίζεις ότι το κράτος τον 21ο αιώνα πρέπει να είναι βιομήχανος αντί κοινωνικό κράτος; Να έχει μεταλλεία, διυλιστήρια, ορυχεία, χημικές βιομηχανίες, βιομηχανίες όπλων, τράπεζες, ξενοδοχεία, γιαούρτια, τσιγάρα, ζάχαρη, ασφάλειες, λιπάσματα; Πλήρωσέ τα. Κι αν είσαι ΣΥΡΙΖΑ που πιστεύεις ότι εκτός αυτών πρέπει να είναι κρατικές και οι υπόλοιπες τράπεζες, και φαρμακευτικές εταιρείες και ακτοπλοϊκές, πλήρωσε κι άλλο. Πιστεύεις ότι από τους χιλιάδες φορείς του Δημοσίου δεν είναι κανένας άχρηστος, πρέπει να διατηρηθούν όλοι; Πλήρωσέ το. Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι πρέπει να βγαίνουν στη σύνταξη στα 50-55; Πλήρωσέ τους. Να απεργούν στο δημόσιο ένα εξάμηνο αμειβόμενοι; Πλήρωσε. Να μην αξιολογείται κανείς και να μην απομακρύνεται κανένας αργόμισθος; Πλήρωσέ τους. Δεν γίνεται να μη θες να αλλάξει τίποτα, όμως, και να θρηνείς γιατί η Ευρώπη «απαιτεί» θυσίες, δηλαδή γιατί δεν συνεχίζει να πληρώνει αγόγγυστα. Βεβαίως κάνει θυσίες ο ελληνικός λαός. Ο μισός. Για να περνάει ο άλλος μισός καλύτερα.
Πέντε χρόνια μνημονίου και εφτά ύφεσης, συνεχίζουμε να συζητάμε ακόμα τα ίδια πράγματα. Οι μεν «διαπραγματεύονται σκληρά» 7 μήνες με την τρόικα για να μοιράσουν το πρωτογενές πλεόνασμα στην πελατεία τους και οι δε σκίζουν τα μνημόνια και επαναφέρουν την Ελλάδα στο 2009. Και επειδή ο κόσμος έστω και ενστικτωδώς αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά είναι παιχνίδια εντός του ίδιου συστήματος, στις δημοσκοπήσεις παίρνουν από 20% και ο κανένας 23%. Είμαστε δηλαδή όπως παλιά, ενώ υποθετικά γίνεται ένας ανηλεής πόλεμος όπου οι μεν κατηγορούν τους δε για «τρομοκράτες» και οι άλλοι για «προσκυνημένους», το φιλοθεάμον κοινό, δύσπιστο, απαντάει «κανέναν».
Έτσι ερχόμαστε στο αγαπημένο θέμα της εποχής, στα νέα κόμματα και στην αναγκαιότητα να υπάρχει ένα κόμμα ανάμεσα στα «βόηθα Παναγιά μου να πάρουμε πίσω την πατρίδα μας» και στις «πολιτοφυλακές του Μαδούρο». Αλλά γιατί να υπάρχει κι άλλο ένα κόμμα; Για να καλύψει το κενό στην άμυνα; Άμα λέει κάτι περίπου από τα ίδια, δεν υπάρχει κανένα κενό, μια χαρά μάς φτάνουν όλοι αυτοί οι πατριώτες και φίλοι του λαού. Μόνο αν μια πολιτική δύναμη πει τις σκληρές αλήθειες θα είναι χρήσιμη. Νομίζω ότι η δυσκολία να δημιουργηθεί μια προοδευτική πολιτική κίνηση στην Ελλάδα οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό: Ότι δεν παίρνει κανείς το κουράγιο να πει, φίλε, αν σε τσακίζουνε στους φόρους, αν πληρώνεις «χαράτσι» για το σπίτι σου, δεν είναι γιατί το θέλει ο Τόμσεν, αλλά για να πληρώνουμε τα ελλείμματα του ΟΣΕ και των υπολοίπων, για να διορίζεται πρόεδρος των ΕΛΠΕ ο Παπαθανασίου.
Έβαλα τελεία και βγήκα έξω. Στο περίπτερο μια εφημερίδα είχε τεράστιο τίτλο: «Συνταγή για 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Με προσλήψεις 11μηνης διάρκειας ανέργων στο Δημόσιο». Δεν υπάρχει σωτηρία…
Πηγή: Athens Voice