του Στέφανου Κασιμάτη
Η Ρένα Δούρου έχει δίκιο. Αλλιώς μαζεύει τα σκουπίδια ένας μνημονιακός δήμαρχος και αλλιώς ένας αντιμνημονιακός. Διότι, ουσιαστικά, ο αντιμνημονιακός δήμαρχος δεν τα μαζεύει. Το λέω καθ’ υπερβολήν, βέβαια, για να αναδείξω την ιδιαιτερότητα της αντιμνημονιακής προσέγγισης, η οποία θέτει τις ιδεολογικές εμμονές περί τον τρόπο με τον οποίο μαζεύει κάποιος τα σκουπίδια υπεράνω του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.
Για έναν αντιμνημονιακό ―αν καταλαβαίνω σωστά τη λογική της Δούρου― ο τρόπος αποκομιδής πρέπει να είναι «δημοκρατικός». Πρέπει, δηλαδή, τα σκουπίδια να μαζεύονται από δημοσίους υπαλλήλους, με μονιμότητα και όλα τα προνόμια που λογίζονται ως δημοκρατικά κεκτημένα. Είναι ο τρόπος που ίσχυε μέχρι πρότινος και είχε τα γνωστά αποτελέσματα στην Αθήνα: λόφους σκουπιδιών, που συσσωρεύονταν σταθερά, κυρίως στις γιορτές, με αποτέλεσμα να έχουν γίνει απαραίτητο στοιχείο του χριστουγεννιάτικου ντεκόρ της πόλης που ο Αρης Σπηλιωτόπουλος αγάπησε περισσότερο από οποιαδήποτε γυναίκα. Αν ο καιρός ήταν κάπως ζεστός προς τα μέσα Δεκεμβρίου (πράγμα συχνό στη χώρα μας) και κυκλοφορούσες στον δρόμο, ένιωθες την ταγγή, ξινή μυρωδιά τους στον αέρα. Κοιτούσες τριγύρω, έβλεπες τον γνώριμο σωρό από σκισμένες σακούλες με τις γάτες σκαρφαλωμένες πάνω του και έλεγες μέσα σου: «Α! Ερχονται τα Χριστούγεννα…».
Αυτό συνέβαινε, επειδή ήταν άρρητο πλην δημοκρατικό κεκτημένο ο εργαζόμενος στην καθαριότητα να διεκδικεί, μέσω πολιτικής πατρωνείας, τη μετάταξή του σε θέση γραφείου. Η θέση του στο απορριμματοφόρο καταλαμβανόταν από συμβασιούχο, ο οποίος και αυτός με τη σειρά του διεκδικούσε μονιμοποίηση, έπειτα μετάταξη, ώστε κάποια στιγμή, στο βάθος του χρόνου, η ουτοπία θα γινόταν πραγματικότητα: κανείς πια στην κοινωνία μας δεν θα ήταν πια σκουπιδιάρης, όλοι θα είχαμε προοδεύσει, αλλά δεν θα υπήρχε και κάποιος να μαζέψει τα σκουπίδια. (Εκτός από τους μετανάστες, εννοείται. Αλλά αυτούς πώς να τους κάνεις δημόσιους υπάλληλους;).
Αυτή ήταν η λογική του «δημοκρατικού» τρόπου και, εξαιτίας του, χρεοκόπησε το κράτος. Αυτό το σύστημα θα ήθελε να επαναφέρει όχι μόνον η Ρ. Δούρου στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και γενικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα ολόκληρη. Ο σκοπός περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο μέσον διά του οποίου επιτυγχάνεται. Αλλά και αν δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός δεν χάθηκε ο κόσμος, γιατί το μέσον πάντα υπερέχει. Το νόημα και ο σκοπός της ζωής είναι να επιβεβαιώσει τις ιδέες μας για το πώς πρέπει να τη ζούμε. Αυτή η προσέγγιση, που είναι το αντίθετο του πραγματισμού, είναι η ουσία της Αριστεράς στην Ελλάδα. Υπ’ αυτή την έννοια, ναι, ο αντιμνημονιακός δεν μαζεύει τα σκουπίδια, γιατί δεν μπορεί με τον τρόπο που έχει επιλέξει να το κάνει. Γιατί ο τρόπος του έχει ολοένα και μεγαλύτερο οικονομικό κόστος και γιατί κάποια στιγμή τα λεφτά τελειώνουν, όπως μας τελείωσαν.
Την επιστροφή σε ένα σύστημα που δοκιμάστηκε και απέτυχε επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ (Τσιπριστές-Λαφαζανιστές). Βασίζεται στην ιδιορρυθμία της κοινωνίας μας να ταυτίζουμε την Αριστερά με την κανονικότητα: το αριστερό ―ό,τι κι αν είναι αυτό― είναι ταυτόσημο του προοδευτικού, του σωστού, του καλού. Και η μοναδική εγγύηση που προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ) στον κόσμο ότι τη φορά αυτή ο κρατισμός δεν θα αποτύχει είναι η υπόσχεσή τους ότι το σύστημα θα το διαχειριστούν καλύτεροι άνθρωποι. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Προσωπικώς, με πηγαίνει πίσω στο 2004, όταν ψηφίσαμε τη Ν.Δ. του Καραμανλή Β΄ του Ακάματου, πεπεισμένοι ότι έρχονται οι «σεμνοί και ταπεινοί» να διώξουν τους «φαύλους και επηρμένους». Φρούδες ελπίδες. Πεινασμένοι για εξουσία, έκαναν τα ίδια και, σε πολλές περιπτώσεις, τα έκαναν και χειρότερα. Η διόγκωση του δημοσίου τομέα και η πορεία των μεγεθών της οικονομίας στα χρόνια της πενταετίας το αποδεικνύει, όσο και αν αυτό κάνει τον Αντώναρο να θυμώνει.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο Αρης Σπηλιωτόπουλος στην πραγματικότητα δεν απέχει και πάρα πολύ από τη Ρένα Δούρου. Διότι και αυτός, με τον δικό του τρόπο, παίρνει τις αποστάσεις του από το Μνημόνιο. Βέβαια, δεν το κάνει ευθέως και ρητώς. Το κάνει όμως εμμέσως, όταν υποβαθμίζει την εξυγίανση των οικονομικών του δήμου Αθηναίων από τη σημερινή δημοτική αρχή. Ναι, παραδέχεται «έγινε μια συνετή διαχείριση ενός ταμείου» (διόλου τυχαία η επιλογή των αόριστων άρθρων…), αλλά «δεν βγάζουμε διαχειριστή πολυκατοικίας», υποστηρίζει και διατυπώνει αόριστες υποσχέσεις για έργα. Λες και η εξάλειψη των ελλειμμάτων δεν είναι έργο, ενώ στην πραγματικότητα είναι η προϋπόθεση για οποιοδήποτε άλλο έργο. Οταν ο Αρης απαξιώνει το πλεόνασμα του δήμου, πόσο διαφέρει, επί της ουσίας, από τον ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ), όταν αυτός απαξιώνει το πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε η κυβέρνηση, αντιπαραβάλλοντας το δικό του «πλεόνασμα ανθρωπιάς»;
Για το Μνημόνιο δικαιούται ο καθένας να έχει τη γνώμη που θέλει. Ωστόσο, υπάρχει ένα πράγμα σχετικά με αυτό, το οποίο κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί: επρόκειτο για έναν διακανονισμό (καλό ή κακό, είναι άλλο θέμα) τον οποίο επέβαλε η δεινή πραγματικότητα ότι το επίπεδο της ζωής μας βασιζόταν στα δανεικά και κανείς πλέον στην αγορά δεν ήταν διατεθειμένος να μας δανείσει. Μπορούμε να καταριόμαστε το Μνημόνιο όσο τραβάει η καρδιά μας, αλλά είναι ανόητο να αγνοούμε την πραγματικότητα που το έφερε. Είμαστε υποχρεωμένοι να μάθουμε να ζούμε με αυτά που έχουμε και, εφόσον ποθούμε τα καλύτερα, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε την οικονομία μας παραγωγικότερη. Τους τρόπους για να το πετύχουμε αυτό, ας μην τους αναζητούμε σε πρόσωπα και ιδέες που ανήκουν στο παρελθόν.
Πηγή: Καθημερινή