του Στέφανου Κασιμάτη
Το έκανα για να προστατεύσω τον ελληνικό πολιτισμό και τον υπουργό του ― που είναι το ίδιο, γιατί βασικός ρόλος του εκάστοτε υπουργού είναι η ενσάρκωση του πολιτισμού. Γι’ αυτό αναζήτησα την επιστολή Πάνου Παναγιωτόπουλου προς Γεώργιο Κλούνεϊ στην αγγλική. Ηθελα να δω το πραγματικό κείμενο που έφτασε (αν έφτασε) στα χέρια του λαμπρού Αμερικανού ηθοποιού, ο οποίος είχε το ηθικό σθένος να υπερασπισθεί την ακεραιότητα του «Parthenon», έστω και αν εκ παραδρομής τον είπε «Pantheon». Γιατί σκέφθηκα ότι αν αυτές οι μεγαλοστομίες που διαβάσαμε στην ελληνική εκδοχή είναι η πιστή απόδοση όσων διάβασε στη γλώσσα του ο Κλούνεϊ, δεν αποκλείεται η επόμενη ταινία του να είναι κωμωδία βασισμένη στην επιστολή Παναγιωτόπουλου. Και κάτι τέτοιο θα ήταν, ασφαλώς, μία ακόμη κλοπή εις βάρος του ελληνικού πολιτισμού, μια ακόμη πληγή στην άγρια εθνική περηφάνια της Ραχήλ Μακρή.
Διόλου περιέργως, εντούτοις, το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο δεν περιείχε ούτε τις χαριτωμενιές και τις κρυάδες (π.χ., τα ξενιτεμένα χωρίς τη θέλησή τους μάρμαρα…) ούτε την καλλιεπή και υψηλόφρονα μπουρδολογία της μορφής στην οποία τη γνωρίσαμε πρώτα και πρόκειται να περιληφθεί στο δεκάτομο έργο «Πάνου Παναγιωτόπουλου Επιστολαί», που οπωσδήποτε θα εκδοθεί κάποια μέρα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Βυρτεμβέργης, σε επιμέλεια του ημέτερου Τάκη Θεοδωρόπουλου. Αντιθέτως, είναι στεγνή και τυπική, η δε ελληνική απόδοσή της είναι προδήλως πασπαλισμένη με εξυπνάδες κατάλληλες για το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ενα κοινό στο οποίο η καθ’ όλα υπερτιμημένη Μελίνα Μερκούρη έκανε ό,τι μπορούσε για να του αφήσει παρακαταθήκη ένα ακόμη κόμπλεξ, αυτό της κλεμμένης κληρονομιάς.
Ωστόσο, το σημαντικότερο στοιχείο της επιστολής από ιδεολογικής άποψης είναι το ίδιο ακριβώς και στις δύο εκδοχές της επιστολής, οπότε μπορεί να παρατεθεί εδώ στα ελληνικά, διότι το ίδιο διάβασε και ο Κλούνεϊ (αν το διάβασε, ξαναλέω): είναι δίκαιο και καλό να επιστραφούν τα μάρμαρα του Ελγιν στον Παρθενώνα, γράφει ο υπουργός, «όχι μόνον διότι ανήκουν στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού, αλλά ακριβώς διότι μέσα από τη δική μας ιστορία λαμπρύνουν τον παγκόσμιο πολιτισμό». Αυτή η υπέροχη φράση, ίσως η πιο σοφή που έχει γράψει ποτέ ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, εκφράζει τέλεια την καταστροφική για την αυτοεκτίμηση των Νεοελλήνων αντίφαση που περιέχει η σχέση μας με τους «αρχαίους ημών προγόνους», όπως τους μαθαίναμε στο σχολείο την εποχή που επίσημη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα. Αυτό που λέει, κατά βάση, είναι ο τρόπος ακριβώς με τον οποίο οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται την σχέση με το παρελθόν που διεκδικούμε ως δικό μας. Ο τρόπος που εκπροσωπεί τόσο γλαφυρά η μοναδική Ραχήλ Μακρή και ο οποίος συνοψίζεται ως εξής: Ναι, μας αρέσει που η κλασική Ελλάδα είναι από τα θεμέλια του πολιτισμού της Δύσης, αλλά δεν μας αρέσει που αυτή την κληρονομιά τη διαχειρίζονται μόνοι τους, γιατί εμείς θα θέλαμε να είμαστε ο μοναδικός δίαυλος για την επαφή τους με τις πηγές του πολιτισμού μας.
Σε αυτή τη θέση βασίζουμε την εθνική περηφάνια μας και πρόκειται για θέση που οδηγεί εκ των πραγμάτων στο αίσθημα της μειονεξίας. Διότι όταν κάτι είναι τόσο παλιό, τόσο πετυχημένο και τόσο διαδεδομένο, ποιος μπορεί να διεκδικήσει την αποκλειστική αντιπροσώπευσή του; Βέβαια, αν τέτοιος είναι ο καημός που μας δέρνει, θα μπορούσαμε να διεκδικούμε αυτή τη θέση με αξιώσεις, υπό δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη, εφόσον, εκτός από τη μεγαλύτερη και καλύτερη συλλογή αρχαιοτήτων στον κόσμο, είχαμε και τους πιο αναπτυγμένους τρόπους για την προβολή του, δηλαδή τα καλύτερα μουσεία και τους πιο καλά οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους. Η δεύτερη, αν τα πανεπιστήμιά μας ήταν τα κορυφαία στη μελέτη της κλασικής φιλολογίας και έρχονταν εδώ οι καλύτεροι από το Χάρβαρντ, την Οξφόρδη και το Παρίσι για να προχωρήσουν τις σπουδές τους και όχι το αντίστροφο. Χωρίς αυτά τα δύο, αλλά μόνο με καημό, συρτάκι, χωριάτικη και άντε και καμιά επιστολή στον «αξιότιμο κύριο Κλούνεϊ», μάλλον μειώνουμε την αξία της κληρονομιάς για την οποία τόσο περηφανευόμαστε. Για να φθάσουμε στο σημείο που το σύνθημα «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» να κοσμεί τα πρωινάδικα και να το προσωποποιεί τέλεια η Ραχήλ Μακρή, έβαλε και το χεράκι της (ή τίποτε άλλο) και η «μεγάλη» Μελίνα Μερκούρη…
Πηγή: Καθημερινή