του Κώστα Λεονταρίδη
Πολύ ανθρώπινο. Οσο πιο αδύναμος και ανασφαλής νιώθεις, τόσο πιο ευάλωτος και φοβικός γίνεσαι στην κριτική. Το βιώνουμε τα τελευταία χρόνια ως υποκείμενα «διαγνώσεων», προβλέψεων, νουθεσιών και απειλών. Από νομπελίστες, οικονομολόγους, πολιτικούς και πάσης φύσεως ειδήμονες. Και αντιθέτως. Η παραμικρή καλή κουβέντα, ο υπερασπιστικός λόγος, η αγαθή παραίνεση μεγεθύνονται ακουσίως. Κι ακούγονται σαν βάλσαμο. Η απήχηση της παρέμβασης του Τζορτζ Κλούνεϊ, ας πούμε, αποδείχθηκε ασυγκρίτως μεγαλύτερη και από το να προσυπέγραφαν τα ίδια λόγια δέκα λόγιοι και ιστορικοί παγκοσμίου βεληνεκούς. Ο εκ των γοητευτικότερων ηθοποιών ΗΠΑ και…περιχώρων απεφάνθη ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στον Ιερό Βράχο των Αθηνών και πρέπει να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους.
Η χαρά μας έγινε διπλή όταν πληροφορηθήκαμε πόσο πολύ έτσουξε η δήλωση του Τζορτζ τους Βρετανούς φίλους μας. Ενδεικτικώς και μόνον, ο γνωστός Τζον Γουίτινγκντεϊλ –αγνοώ αν φέρει και τον τίτλο του σερ– ως πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού αντέδρασε με λεπταίσθητη ειρωνεία. «Μπορεί να θαυμάζω τον Τζορτζ Κλούνεϊ, αλλά μάλλον δεν γνωρίζει την ιστορία των Ελγινείων. Υποθέτω δεν ξέρει πώς τα αποκτήσαμε. Είναι Αμερικανός…», είπε. Εμείς, όμως, που είμαστε Ελληνες δεν ξεχνάμε ποτέ ότι ο Τόμας Μπρους, λόρδος του Ελγιν, εκτός από πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη ήταν και ανοιχτομάτης πλιατσικολόγος «πολυτελείας». Υψηλής αισθητικής, βεβαίως. Εγδυσε τον Παρθενώνα έχοντας κατά νουν να διακοσμήσει την έπαυλή του στην υγρή πατρίδα του, τη Σκωτία. Νωρίτερα είχε εξασφαλίσει από τους Οθωμανούς φιρμάνι για να εκτελέσει το συνεργείο του «εργασίες» στην Ακρόπολη. Αρχές του 19ου αιώνα. Στα ίδια χρόνια, όπως και τα προηγούμενα και τα κατοπινά, ο σημερινός ελλαδικός χώρος οργωνόταν. Από ιστορικούς, περιηγητές, θαυμαστές της αρχαιοελληνικής παρακαταθήκης. Στο εκπληκτικό βιβλίο του Αποστ. Ε. Βακαλόπουλου «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων»,που νομίζω ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν λείπει από κανένα ελληνικό σπίτι, αφιερώνονται εκτενή κεφάλαια με αφηγήσεις των τότε επισκεπτών. Καρότο και μαστίγιο. Οπως ακριβώς γίνεται και τώρα. Ο Αγγλος περιηγητής Sandwich, αφότου ο Ελγιν άρπαξε τα Μάρμαρα, διαπίστωνε ότι οι Ελληνες είναι πανούργοι, πονηροί στις δουλειές τους, κόλακες, αλλά με μυαλό σπίρτο και ισχυρές ικανότητες για κάθε έργο.
Ο Γάλλος De Villoison εκτίμησε ότι όλες οι συμφορές των Ελλήνων προέρχονται από τον μεταξύ τους φθόνο και τη διχόνοιά τους. Ακόμη και ο μέγας των φιλελλήνων Λόρδος Βύρων, με οδύνη μιλάει κάποια στιγμή για τους «πανούργους και μηχανορράφους». Αλλά μήπως ο Κοραής; «Από τουρκικόν σχολείον εξεπηδήσαμεν όλοι· εδείραμεν τον διδάσκαλον, κατεσχίσαμεν τα φυλλάδια, εσυντρίψαμεν και τας πινακίδας…». Συμπέρασμα: Δύο αιώνες τώρα η «έξωθεν μαρτυρία» απλώς αντανακλούσε τους συνεχείς ημετέρους εμφυλίους. Πολυαίμακτους ή ακήρυχτους. Το κλειδί της πόλης να δοθεί πάραυτα στον καλόγνωμο φιλέλληνα (;) Τζορτζ. Σε τέτοιους καιρούς…
Πηγή: Καθημερινή