του Στέφανου Κασιμάτη
Καθώς απομένουν κάτι λιγότερο από μόλις τέσσερις μήνες ώς τις ευρωεκλογές, δεν προξενεί κατάπληξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί, αργά αλλά σταθερά, τη ρεαλιστική προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής του, με την προφανή σκοπιμότητα να προσελκύσει ψήφους κυρίως από τη δεξαμενή των αναποφάσιστων Κεντροαριστερών, δεδομένου ότι οι άλλες (παλαβή Αριστερά, βαθύ ΠΑΣΟΚ και οι πάσης φύσεως Νεάντερταλ) δείχνουν μάλλον να εξαντλούνται.
Αυτή η σταδιακή μετατόπιση θέσεων είναι φανερή στις θέσεις που εκφράζουν οι τρεις κατεξοχήν αρμόδιοι για την οικονομία του κόμματος: ο Γιάννης Δραγασάκης, ως υπεύθυνος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιάννης Μηλιός, που έχει την ευθύνη του τομέα της οικονομικής πολιτικής και, βεβαίως, ο Γιώργος Σταθάκης, αρμόδιος για θέματα ανάπτυξης. Και οι τρεις, με τις κατά καιρούς συνεντεύξεις τους, διαγράφουν σε αδρές γραμμές μια πολιτική, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τα όσα είχαμε συνηθίσει να ακούμε από τον ΣΥΡΙΖΑ και έχουν επισημοποιηθεί από το συνέδριό του ― δηλαδή, ακύρωση των όρων της δανειακής σύμβασης, προτεραιότητα στην αναδιανομή του πλούτου και κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Μιλούν, αντιθέτως, για δημοσιονομική σταθερότητα και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, για την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος, για αποκατάσταση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου και έξοδο της χώρας στις αγορές, για την αναγκαιότητα ύπαρξης αξιόπιστου τραπεζικού συστήματος και, τέλος, για τη μη δανειακή χρηματοδότηση της ανάπτυξης στην Ελλάδα μέσω ενός σχεδίου τύπου Μάρσαλ.
Εφόσον αυτά είναι ειλικρινή, μοιάζουν να είναι ελαφρά πηδηματάκια προς τα δεξιά και, οπωσδήποτε, συνιστούν μία ευπρόσδεκτη αποκατάσταση των σχέσεων του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ με την πραγματικότητα. Ομως η μετατόπιση δεν μπορεί να συντελεσθεί χωρίς έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα δε από το 30% των στελεχών που συντάσσονται με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Μια πρόγευση των αναταράξεων που περιμένουν τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάρει κάποιος στο πράγματι ενδιαφέρον άρθρο του Πάνου Κοσμά (στέλεχος της συνιστώσας «στο Κόκκινο»…), το οποίο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα «Ισκρα», που απηχεί τις απόψεις της ακροαριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ. Από την οπτική γωνία της Αριστεράς, πρόκειται για την πιο διεισδυτική και εμπεριστατωμένη κριτική της δεξιάς στροφής στην οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Παραθέτω ένα απόσπασμα, για να πάρετε μια ιδέα:
«Ναι, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα υποχρεώσει τον Σόιμπλε και τη γραφειοκρατία της Ευρωζώνης να αποδεχτούν τους όρους της! Πρέπει να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να περπατήσει στο πυκνό ναρκοπέδιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς καπιταλισμού και να βγει απέναντι σώος σαν να κάνει περίπατο ή έστω τροχάδην με ελιγμούς σε λιβάδι, για να διακρίνεται από τέτοια μεταφυσική αισιοδοξία. Και πρέπει να αισθάνεται όχι Αριστερά που πάει να συγκρουστεί με τους όρους της ταξικής πάλης με τα θηρία του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, αλλά μια φωτισμένη αριστερή τεχνοκρατία που θα ξεπεράσει όλα τα εμπόδια μια πειστική, λόγω της τεχνοκρατικής της επάρκειας, πρότασης. (…) Μιλάμε για την πρωτότυπη στην ιστορία της Αριστεράς άποψη ότι θα υποχρεωθεί ο διεθνής καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός σε συμφωνία στο έδαφος των δικών μας θέσεων! Ακόμη και αν βρισκόμασταν σε συνθήκες επαναστατικής παλίρροιας, πάλι αυτό που θα έπρεπε να υποσχεθούμε στους εαυτούς μας και στον κόσμο είναι μια αμείλικτη σύγκρουση και όχι μια θεαματική συνθηκολόγηση του αντιπάλου!».
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι, από την πλευρά του, ο αρθρογράφος του «Ισκρα» έχει απόλυτο δίκιο. Αυτά που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνονται από μια κυβέρνηση αριστερή. Γίνονται, ενδεχομένως, από μια κυβέρνηση που δεν είναι αριστερή, η οποία όμως θα πρέπει να είναι διατεθειμένη να κάνει και άλλα, που φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τολμά ούτε καν να τα πει, διότι η διάκριση από τη σημερινή κυβέρνηση αυτομάτως θα έπαυε να υφίσταται. Επομένως, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να παρουσιάζεται ως αριστερό κόμμα, είτε αυτά που λέει δεν τα εννοεί είτε, αν πράγματι τα εννοεί, δεν γίνονται.
Εν τέλει, όμως, ελάχιστη σημασία έχει για τον ΣΥΡΙΖΑ το κατά πόσον είναι εφικτή η πολιτική του για την αντιμετώπιση του χρέους και την ανάκαμψη της οικονομίας. Εν όψει ευρωεκλογών, το κριτήριο που πρυτανεύει στη διαμόρφωση των θέσεων της αντιπολίτευσης είναι η ελκυστικότητά τους. Από την άποψη αυτή, η κριτική του Π. Κοσμά αστοχεί στον ισχυρισμό ότι η μετατόπιση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πρωτοτυπία για την Αριστερά. Τίποτε πρωτότυπο δεν υπάρχει στις προσαρμογές που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλη μορφή, όλα αυτά είναι γνωστά από το παρελθόν και λέγονται «πολιτική βούληση». Είναι ο συνδυασμός του βολονταρισμού με το «έτσι θέλω» του Ελληναρά και στην πολιτική Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας τα δίδαξε πρώτος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μόνο που ο Τσίπρας δεν είναι Παπανδρέου και αυτό είναι βέβαιο ― διαφορετικά, ο Π. Κοσμάς και οι φίλοι του θα είχαν βρεθεί προ πολλού εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Αν τώρα η διαφορά επιπέδου και δυνατοτήτων μεταξύ Τσίπρα και του ινδάλματός του είναι κάτι καλό ή κακό για τη χώρα και το μέλλον της, θα φανεί στην πορεία…
Πηγή: Καθημερινή