Του Νίκου Χρυσολωρά
Τη χρονιά που πέρασε είδα την Ιστορία να γράφεται μπροστά στα μάτια μου, στις Βρυξέλλες: 17 ηγέτες κυρίαρχων κρατών, άλλοι τόσοι υπουργοί Οικονομικών και οι απευθείας εκλεγμένοι από τους λαούς νομοθέτες της Ευρωβουλής, νομίμως εκπροσωπώντας 330 εκατομμύρια πολίτες της Ευρωζώνης, αποφάσισαν να εκχωρήσουν αυτοβούλως την εξουσία τους να ασκούν δημοσιονομική και οικονομική πολιτική, να συντάσσουν και να εκτελούν προϋπολογισμούς, να ασκούν έλεγχο επί του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τους συστήματος.
Οσοι αμφιβάλλουν για τη σημασία όσων συμφωνήθηκαν, δεν έχουν παρά να διαβάσουν την ελεύθερα προσβάσιμη στο Διαδίκτυο «Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση», η οποία και δεσμεύει τα κράτη της Ευρωζώνης σε σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία, μηδενικά ελλείμματα και σαφώς προσδιορισμένους στόχους για τον έλεγχο του χρέους εις το διηνεκές. Και μπορεί ο Κανονισμός «473/2013, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την εκτίμηση σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων…» να μην έχει τίτλο που να προδίδει το ιστορικό του βάρος, αλλά η πρόβλεψή του ότι ελεύθερα εθνικά κράτη οφείλουν να υποβάλουν κάθε χρόνο το προσχέδιο προϋπολογισμού τους σε υπερεθνικούς θεσμούς (Κομισιόν και Eurogroup) προς έγκριση, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
Οσο για την Ελλάδα και τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης που χρεοκόπησαν; Σύμφωνα με τον Κανονισμό 472/2013, έχουν συμφωνήσει να δέχονται τακτικές αποστολές επιθεώρησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Κομισιόν που θα αξιολογούν την «οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση» της χώρας, μέχρι να αποπληρώσουν το 75% των δανείων που έχουν λάβει, δηλαδή για δεκαετίες ακόμη. Ακόμη όμως και κράτη που δεν έχουν απολέσει την πρόσβαση στις αγορές και άρα την οικονομική τους ανεξαρτησία, αναμένεται να καταλήξουν, μέχρι τον προσεχή Οκτώβριο, στον απόλυτο εναρμονισμό όλων των πολιτικών τους για τις αγορές εργασίας, υπηρεσιών και προϊόντων, τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, την έρευνα, την εκπαίδευση, την απασχόληση, και ούτω καθεξής, μέσω της υπογραφής «νομικά δεσμευτικών συμφωνιών» με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Κομισιόν. Αυτό αποφασίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης εβδομάδας.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν έχουμε απλά δεσμευθεί για το πόσα χρήματα θα ξοδεύει το κράτος μας, αλλά και στο πώς θα τα ξοδεύει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο απόλυτος έλεγχος που θα ασκείται πλέον στη διάθεση των κοινοτικών κονδυλίων και επιδοτήσεων. Από την 1η Ιανουαρίου του 2014 η Κομισιόν θα μπορεί να ζητεί την αναθεώρηση των επιχειρησιακών και περιφερειακών προγραμμάτων του «νέου ΕΣΠΑ», ώστε να συνδράμουν στην υλοποίηση συγκεκριμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στο πλαίσιο των εξειδικευμένων συστάσεών της. Για τις χώρες που βρίσκονται σε Προγράμματα Στήριξης, όπως η Ελλάδα, οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι οι καταγεγραμμένοι στόχοι του Μνημονίου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, προβλέπεται η αναστολή της εκταμίευσης κοινοτικών πόρων.
Οπως επίσης αποφασίστηκε φέτος, οι εθνικές εποπτικές αρχές χάνουν την εξουσία να ελέγχουν την εταιρική διακυβέρνηση, τις δανειοδοτικές πρακτικές και τη λειτουργία των μεγάλων τραπεζών τους. Από τις 3 Νοεμβρίου του νέου έτους, η εξουσία αυτή μεταβιβάζεται στον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, με έδρα την Φρανκφούρτη. Και αν μία τράπεζα της Ευρωζώνης αντιμετωπίσει πρόβλημα βιωσιμότητας, τότε δεν θα είναι το οικείο κράτος που θα αποφασίζει για την τύχη της, αλλά ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξυγίανσης.
Οι κανόνες ισχύουν για «μικρούς και μεγάλους». Οσο και να ωρυόταν, για παράδειγμα, ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Γενς Βάιντμαν, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ πήρε φέτος και πέρυσι αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης (και άρα και της Γερμανίας) αγνοώντας τις διαφωνίες του. Στις Βρυξέλλες, είδα γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η αμερικανική εταιρεία Microsoft, να ζητούν εις μάτην συγγνώμη από έναν Ισπανό επίτροπο, ο οποίος τους ανακοίνωνε πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, «τιμωρώντας» μονοπωλιακές πρακτικές. Αυτή είναι η πραγματικότητα εντός της οποίας μπορεί να κινηθεί η ελληνική κυβέρνηση, τόσο η παρούσα, όσο και οι μελλοντικές. Οι όποιες αυταπάτες διαλύθηκαν τον περασμένο Μάρτιο, αλλά οι Ελληνες βουλευτές, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, δεν μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν τι ακριβώς συνέβη. Ας το υπενθυμίσουμε: όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανακοίνωσαν στον πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη ότι δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για τις χρεοκοπημένες τράπεζες της χώρας του, εκείνος άναψε τσιγάρο στην αίθουσα της συνεδρίασης, το σκέφτηκε, έριξε την καρέκλα του εκνευρισμένος και είπε «εγώ φεύγω». «Φύγε» ήταν η αποστομωτική απάντηση. Και όταν η Κύπρος ζήτησε γονυπετής βοήθεια από το «ξανθό γένος», η απάντηση της Μόσχας γνωρίζουμε ποια ήταν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η τελική συμφωνία για την Κύπρο ήταν πολύ χειρότερη από την αρχική προσφορά που έκαναν οι Ευρωπαίοι στον κ. Αναστασιάδη. Αν μπορεί να συνοψιστεί, λοιπόν, το 2013 σε ένα συμπέρασμα ήταν ότι η μυθολογία του «όχι» και οι πολυεπίπεδες ανοησίες περί δυνατότητας χάραξης «τσαμπουκαλίδικης» πολιτικής εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου κατέρρευσαν μαζί με τη Λαϊκή Τράπεζα.
Πηγή: Καθημερινή