Του Στέφανου Κασιμάτη
Το είδαμε και αυτό στην υπέροχη Disneyland του λαϊκισμού. Μόλις ο αρμόδιος υπουργός Γ. Μανιάτης ανακοίνωσε ότι η επανασύνδεση του ρεύματος σε όσους έχει διακοπεί θα γίνει εξόδοις των υπολοίπων καταναλωτών, πετάχτηκαν από τα ΜΜΕ οι ιδεολόγοι της αστακομακαρονάδας για να διαμαρτυρηθούν ότι η κυβέρνηση «φορτώνει στην πλάτη του λαού την κοινωνική πολιτική». Μα αυτό δεν συνέβαινε από γενέσεως κοινωνικού κράτους; Αυτός δεν είναι ο μοναδικός και ο λογικός τρόπος για να χρηματοδοτείται η κοινωνική πολιτική;
Αν, προς στιγμήν, λησμονήσεις ότι η βλακεία είναι αήττητη, μένεις κατάπληκτος πώς είναι δυνατόν, τριάμισι χρόνια αφότου χρεοκοπήσαμε (ανεπισήμως μεν, κανονικότατα δε…), να παραμένει απερινόητη για πολλούς η «θεμελιώδης αλήθεια», όπως την έθεσε η Θάτσερ, τον Οκτώβριο του 1983 στο συνέδριο των Συντηρητικών: «Το κράτος δεν έχει άλλη πηγή χρηματοδότησης από τα χρήματα που οι πολίτες κερδίζουν για τον εαυτό τους. Αν το κράτος θέλει να ξοδέψει περισσότερα, μπορεί να το κάνει μόνο αν δανειστεί τις αποταμιεύσεις σας ή αν σας φορολογήσει περισσότερο. Είναι λάθος τρόπος σκέψης ότι κάποιοι άλλοι θα πληρώσουν – αυτοί οι «κάποιοι άλλοι» είστε εσείς. Δεν υπάρχει δημόσιο χρήμα· υπάρχει μόνο το χρήμα των φορολογουμένων».
Εμείς, ωστόσο, επιμένουμε στην αρχή ότι ο ρόλος του Αγιοβασίλη ανήκει μόνο στο κράτος. Και το κράτος είναι μια οντότητα υπεράνω ημών, της οποίας ο προορισμός είναι να βρίσκει τρόπους για να περνάμε εμείς καλά. Ποιους τρόπους; Αυτούς μόνον οι πολιτικοί τους ξέρουν! Γι’ αυτό εμείς τους δίνουμε την άσκηση της εξουσίας. Γι’ αυτό και δεν μας ενοχλεί αν κλέβουν, εφόσον το κράτος μας κρατά ευτυχείς με τις παροχές του. Γι’ αυτό, τέλος, εκείνοι δεν τολμούν να μας πουν την αλήθεια. Φαύλος κύκλος, δηλαδή.
Ακόμη και αν υποθέσουμε, όμως, ότι εμφανίζεται κάποιος τρίτος και προθυμοποιείται, για τους δικούς του λόγους, να παίξει τον ρόλο του Αγιοβασίλη, εμείς βάζουμε μπροστά την περηφάνια μας και αρνούμαστε. Το είδαμε προσφάτως να συμβαίνει στην περίπτωση των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων της Νάουσας, που αρνήθηκαν την προσφορά του ιδρύματος του Σόρος για τη θέρμανση των σχολείων της Νάουσας, με την γελοιωδέστατη δικαιολογία ότι θίγεται, δήθεν, «ο δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας». Οχι! Εμείς, εκεί, να κρυώνουμε, να ψοφήσουμε απ’ το κρύο, για να μάθει το κράτος να κάνει σωστά τη δουλειά του! (Στο κάτω κάτω, αυτοί παγώνουν απ’ το κρύο; Τα παιδιά τους…). Και πού θα τα βρει το κράτος, για να πάρει; Στους πλούσιους! Αλλά όχι σε εκείνους που είναι πρόθυμοι να τα δώσουν μέσω ευεργεσιών. Να πάει στους άλλους, εκείνους που δεν θα τους αρέσει καθόλου να τα δώσουν. Με άλλα λόγια, ο παραδοσιακός φθόνος για την κατσίκα του γείτονα, ηλιθίως μασκαρεμένος σε υψηλή ιδεολογία.
Επόμενο είναι, ως εκ τούτου, ο μύθος του κράτους που γεννά λεφτά από μόνο του να διασταυρώνεται με τις σκοπιμότητες της Αριστεράς. Τα πρωτεία της γραφικότητας στην προσπάθεια κερδίζει (δεν είναι και δύσκολο…) η σταλινική Αριστερά: «Η προτροπή σε τέτοιου τύπου αλληλεγγύη βγάζει λάδι τους καπιταλιστές και την πολιτική τους. Και, παράλληλα, μεταθέτει για μια ακόμα φορά τις ευθύνες στις πλάτες των θυμάτων», γράφει ο Ριζοσπάστης στο κύριο άρθρο της περασμένης Παρασκευής, αναφερόμενος στο κόστος για τον καταναλωτή της επανασύνδεσης του ηλεκτρικού. (Δεν είναι η πρώτη φορά που η δημαγωγία της φτηνής δημοσιογραφίας συναντάται με τον «επιστημονικό» σοσιαλισμό…). Με τον δικό του, πλάγιο τρόπο, το ίδιο δεν κάνει όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ; Επιδιώκει να κερδίσει την εξουσία με ένα πρόγραμμα, το οποίο ουσιαστικά υπόσχεται ότι θα γυρίσει ως διά μαγείας τη χώρα στη χρυσή εποχή του ΠΑΣΟΚ. Πάμε πάλι από την αρχή, μας καλεί, αλλά μ’ εκείνους στο τιμόνι, που είναι καλύτεροι άνθρωποι.
Η άρνηση του αυτονόητου, ότι το χρήμα του κράτους είναι το χρήμα των φορολογουμένων, είναι –δυστυχώς– η βάση της πολιτικής ζωής από το 1981 ώς σήμερα. Οταν όμως χρεώνουμε την ευθύνη κατ’ αποκλειστικότητα στην Αριστερά, δεν λέμε ολόκληρη την αλήθεια. Ασφαλώς είναι εκείνη που περιέβαλε τον μύθο με το υποτιθέμενο ηθικό κύρος της, ωστόσο τον επικύρωσε και η Δεξιά με την πολιτική των αλόγιστων δαπανών στα χρόνια του Κώστα Καραμανλή του Ακούραστου. Ισως μάλιστα η τελευταία να ευθύνεται περισσότερο για τη συντήρηση της αυταπάτης, ακριβώς επειδή από τη Δεξιά θα περίμενε κάποιος τον στοιχειώδη πραγματισμό – ει μη τι άλλο, για το δικό της ιδεολογικό συμφέρον και την αυτοσυντήρησή της μακροπρόθεσμα.
Ακόμη και σήμερα όμως, η Ν.Δ., εγκλωβισμένη ανάμεσα στον ακροδεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό του πολιτικού φάσματος, περιορισμένη επίσης από την αναγκαστική συγκυβέρνηση με το παραπαίον ΠΑΣΟΚ, αποφεύγει όσο της είναι δυνατόν να προκαλεί τις ψευδαισθήσεις, στις οποίες οφείλουμε το καλύτερο πάρτι της ζωής μας και το χειρότερο hangover που περνάμε τώρα. Είναι αλήθεια ότι προσπαθεί να δώσει λύση – και θα ήταν άδικο να μην το αναγνωρίσουμε αυτό. Εντούτοις, δεν τολμά να συγκρουστεί ευθέως με τον μύθο στον οποίο βασίζεται ολόκληρο το πολιτικό παιχνίδι.
Η επίσημη ρητορική της κινείται γύρω από τον ηρωισμό της προσπάθειας και το φιλότιμο της νεότερης μυθολογίας μας – εμείς οι Ελληνες που θα τα καταφέρουμε και θα κάνουμε τους ξένους να υποκλιθούν μπροστά μας και άλλες παρόμοιες αρλούμπες χωρίς αντίκρισμα.
Εχει τη σημασία του, οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ο υπουργός της κυβέρνησης που ξεχωρίζει για την τόλμη και τον ρεαλισμό του και μάλιστα σε έναν από τους δύσκολους τομείς είναι ένα πρόσωπο το οποίο δεν προέρχεται από τις τάξεις της. Ο Αδωνις Γεωργιάδης, με τον οποίο εγώ πρώτος και καλύτερος διασκέδαζα τότε που ήταν στο αλήστου μνήμης ΛΑΟΣ, διαψεύδει όλους εκείνους που κάποτε δεν τον παίρναμε σοβαρά και διαπρέπει σε αυτό που θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα κάθε μέλους του υπουργικού συμβούλιου: την αναμόρφωση των δομών του κράτους, ώστε οι παρεχόμενες υπηρεσίες να ανταποκρίνονται στα λεφτά που μπορούν να δαπανούν οι φορολογούμενοι. Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει μεν τη σημασία της μεταρρύθμισης που επιχειρεί ο Γεωργιάδης στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας, αλλά αρκεί ένας «μπουμπούκος» για να φέρει την άνοιξη;
Πηγή: Καθημερινή