Tου Παναγη Γαλιατσατου
Η πεμπτουσία της οικονομικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια συνδιάσκεψη στα πρότυπα εκείνης του Λονδίνου το 1953, η οποία διευθέτησε το χρέος της Γερμανίας. Oπως δήλωσε πρόσφατα ο γραμματέας του κ. Δ. Βίτσας, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μορατόριουμ στην αποπληρωμή των τόκων, διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, που «έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να αποπληρωθεί» και θέσπιση ρήτρας ανάπτυξης, δηλαδή η χώρα να αποπληρώνει χρεωλύσια μόνο όταν δημιουργεί περίσσευμα.
Η διευθέτηση που ζητά η Κουμουνδούρου έχει ασφαλώς κάποιες διαφορές από τα όσα αποφασίστηκαν τότε στο Λονδίνο: για παράδειγμα, εκείνη η συμφωνία προέβλεπε μορατόριουμ 5 ετών στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ το θέλει στην εξυπηρέτηση των τόκων, καθώς ο όγκος των λήξεων ελληνικών ομολόγων έχει ήδη μετατεθεί μέσω PSI για μετά το 2025. Επίσης, η διευθέτηση του Λονδίνου δεν προέβλεπε ρήτρα ανάπτυξης, αλλά μια ρήτρα εξαγωγών, που δεν ήταν κάτι αντίστοιχο. Καθώς οι πληρωμές γίνονταν σε ξένο συνάλλαγμα, οι Γερμανοί είχαν ζητήσει μια ρήτρα που θα τους επέτρεπε να μην αποπληρώνουν τις δόσεις, αν δεν το επέτρεπε το ισοζύγιο πληρωμών. Αυτό που συμφωνήθηκε τελικά ήταν ότι, αν ανέκυπταν προβλήματα στο ισοζύγιο, η Γερμανία θα έπρεπε να ζητήσει διαβουλεύσεις με τους Συμμάχους. Μόνον έπειτα από συμφωνία οι σύμμαχοι θα μπορούσαν να δεχτούν απομείωση της δόσης. Κατά τον Timothy Guinnane του Πανεπιστημίου Yale αυτό δεν αποτελούσε «ρήτρα διαφυγής», δεν την ήθελαν άλλωστε οι Σύμμαχοι λόγω της εμπειρίας του Μεσοπολέμου.
Η ιδέα μιας ρύθμισης στα πρότυπα της διάσκεψης του Λονδίνου δεν αποτελεί βέβαια πρωτοτυπία του ΣΥΡΙΖΑ. Διακινείται στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Αριστεράς την τελευταία δεκαετία ως μοντέλο για τη διευθέτηση των χρεών των υπερχρεωμένων χωρών του Τρίτου Κόσμου. Την πρωτοδιατύπωσε το 1988 ο Γερμανός Φίλιπ Χέρζελ, ειδικός στα δημόσια οικονομικά της οργάνωσης Attac.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διευθέτηση του Λονδίνου συνέβαλε ώστε η Γερμανία να ξανασταθεί γρήγορα στα πόδια της. Ωστόσο, η γενναιοδωρία είχε σκοπιμότητα και ευνοήθηκε από τη συγκυρία. Οι ΗΠΑ ήθελαν μια εύρωστη Γερμανία στην «πρώτη γραμμή» και πίστευαν ότι μπορούσε να λειτουργήσει ως ατμομηχανή της Δυτικής Ευρώπης. Είχαν κάθε λόγο να είναι γενναιόδωροι και, το σημαντικότερο, μπορούσαν να το επιβάλουν και στους υπόλοιπους. Οσο καλός διαπραγματευτής και αν ήταν ο Χέρμαν Αμπς, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του ότι όσοι συμμετείχαν στη διάσκεψη, και ιδιαίτερα οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, εξαρτώνταν από τον δανεισμό των ΗΠΑ.
Η ιστορική εμπειρία δεν αποτελεί ασφαλή οδηγό, επιτρέπει όμως συμπεράσματα. Στην περίπτωση της διάσκεψης του Λονδίνου υπήρχε μια απολύτως συστημική χώρα (η Γερμανία) και ένα μοναδικό κέντρο εξουσίας (οι ΗΠΑ). Ισως αυτό να εξηγεί γιατί η γενναιόδωρη διευθέτηση εφαρμόστηκε μόνον μία φορά.
Πηγή: Καθημερινή