Του Νικου Τατσου*
Τα τελευταία χρόνια, οι αρμόδιοι για τη φορολογική πολιτική έχουν αναγκασθεί να πάρουν μέτρα κάτω από συνθήκες πίεσης. Τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων δεν την αμφισβητεί κανείς. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποιες πρακτικές τις οποίες δύσκολα μπορεί κανείς να κατανοήσει. Παίρνω ένα παράδειγμα από την τρέχουσα επικαιρότητα, που αφορά τον υπό συζήτηση ενιαίο φόρο ακινήτων.
Το 2008, αντικαταστάθηκε ο ισχύων τότε φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας από το ΕΤΑΚ. Σε αντίθεση με τον προϊσχύοντα φόρο, το ΕΤΑΚ επιβάρυνε όλα τα ακίνητα, το κάθε ακίνητο χωριστά και χωρίς κανένα αφορολόγητο όριο. Επειτα από δύο περίπου χρόνια,, καταργήθηκε το ΕΤΑΚ και στη θέση του επανήλθε ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Πέρασε καιρός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία, μέχρι να αποφασισθεί πώς ορίζεται η «μεγάλη» ακίνητη περιουσία και όταν διαπιστώθηκε ότι τα έσοδα δεν έβγαιναν, κατέληξαν οι αρμόδιοι σε ένα αρκετά χαμηλό αφορολόγητο όριο, το οποίο μετέτρεπε τον φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε ένα κοινό φόρο ακίνητης περιουσίας. Στη συνέχεια επιβλήθηκε το έκτακτο τέλος ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών, γνωστό ως «χαράτσι», το οποίο μόνο έκτακτο αποδείχθηκε ότι δεν ήταν. Αλλά επειδή το τέλος αυτό προκάλεσε αντιδράσεις, ανακοινώθηκε ότι η κατάσταση ήταν προσωρινή. Ανακοινώθηκε συγκεκριμένα ότι το σύστημα θα απλοποιηθεί και θα εξορθολογιστεί με τη συγχώνευση όλων των φόρων και των τελών που επιβαρύνουν τα ακίνητα σε έναν ενιαίο φόρο.
Χρειαζόταν μεγάλη φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς εξ αρχής ότι είναι πρακτικά αδύνατο να συγχωνευθούν φόροι και τέλη που άλλοι επιβάλλονται στους ιδιοκτήτες και άλλοι στους ενοικιαστές, άλλοι στην αξία των ακινήτων και άλλοι στην επιφάνειά τους, άλλοι στους ηλεκτροδοτούμενους χώρους και άλλοι στη συνολική επιφάνεια, σε ένα και μόνο φόρο που να αποδίδει τα ίδια έσοδα και να μη φέρνει τα πάνω-κάτω στην ανακατανομή των βαρών; Και επιπλέον, χρειαζόταν μεγάλη φιλοσοφία για να προβλέψει κανείς ότι μια τέτοια συγχώνευση θα προκαλούσε σοβαρή ανακατανομή των εσόδων ανάμεσα στους ΟΤΑ, αφού κάποιες από τις επιβαρύνσεις που επρόκειτο να συγχωνευθούν στον ενιαίο φόρο αποτελούν πόρο της Κεντρικής Διοίκησης και κάποιες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης; Ετσι, έπειτα από μήνες, κατέληξαν οι αρμόδιοι ότι δεν θα συγχωνευθούν στον ενιαίο φόρο όλες οι επιβαρύνσεις στα ακίνητα, αλλά μόνο το «χαράτσι» και ο φόρος ακίνητης περιουσίας. Προς τι θα αναρωτιόταν κανείς όλη αυτή η φασαρία ;
Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου θυμίζει τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Αγωνίζεται, δεν πετυχαίνει τον στόχο του, προσπαθεί ξανά και βρίσκεται εξουθενωμένος στο ίδιο σημείο. Βλέπω, δηλαδή, ότι κι εμείς, μετά τη φορολογική περιπλάνηση που προαναφέρθηκε, βρισκόμαστε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Γιατί, αν και τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες για τον ενιαίο φόρο, οι πληροφορίες είναι ότι πρόκειται για ένα φόρο που θα επιβάλλεται σε όλα τα ακίνητα, χωριστά σε κάθε ακίνητο και χωρίς αφορολόγητο όριο. Δηλαδή, για ένα φόρο ο οποίος δεν διαφέρει από το ΕΤΑΚ ως προς τη βασική του φιλοσοφία. Από το τέλος, δηλαδή, που επιβαλλόταν πριν αρχίσουμε την προαναφερθείσα φορολογική περιπλάνηση. Δηλαδή, είχαμε ένα φόρο στα ακίνητα τον οποίο καταργήσαμε το 2008 και τον φόρο που αντικατέστησε τον καταργηθέντα τον καταργήσαμε το 2010, για να επαναφέρουμε αυτόν που ίσχυε πριν από το 2008. Επανερχόμαστε όμως το 2013 και καταργούμε τον φόρο που επιβάλαμε το 2010 για να επαναφέρουμε αυτόν που είχαμε επιβάλει το 2008. Φορολογική τραμπάλα! Σε τόσο μικρό διάστημα, έγιναν στον φόρο ακίνητης περιουσίας τόσο πολλά πράγματα και όμως βρισκόμαστε από πλευράς δομής του φόρου εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε.
* Ο κ. Νίκος Τάτσος είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τ. πρέσβης στον ΟΟΣΑ.
Πηγή: Καθημερινή