Του Στέφανου Κασιμάτη
Αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω και ένας ανάμεσά μας, ο οποίος να μην έχει βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε εγκλωβισμένος στο λεωφορείο, το ταξί ή το αυτοκίνητό του, επειδή μερικές δεκάδες διαδηλωτών αποφάσισαν -επί τόπου και με το «έτσι θέλω»- να αποκλείσουν μια οποιαδήποτε κεντρική αρτηρία της Αθήνας. Πολύ πιθανό, επίσης, αρκετοί από όσους έχουν βρεθεί σε αυτή τη δεινή θέση (για πολλοστή φορά, μάλιστα, καθώς το φαινόμενο είναι κομμάτι αναπόσπαστο του αθηναϊκού φολκλόρ…) να έκαναν τις χειρότερες σκέψεις για τους υπεύθυνους της ταλαιπωρίας τους.
Οποτε έχω βρεθεί σε αυτή την κατάσταση, μου συμβαίνει -και φαντάζομαι ότι συμβαίνει και σε πολλούς άλλους- να απορώ με την ευφυΐα των «κοινωνικών αγωνιστών», που κρίνουν ότι ο αποτελεσματικός τρόπος για να αναδείξουν το δίκαιο του αιτήματός τους είναι να προκαλέσουν την αντιπάθεια της συντριπτικής πλειονότητας των άλλων. Αφελής απορία, βέβαια, γιατί οι «αγωνιστές» δεν είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να απευθύνονται σε εκείνους στους οποίους επιβάλλουν το μαρτύριο. Αντιθέτως, είναι τόσο κυνικοί ώστε να μην νοιάζονται καθόλου γι’ αυτούς και, απλώς, να τους χρησιμοποιούν ως ομήρους, για τον εκβιασμό στον οποίο υποβάλλουν την πολιτεία.
Ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, διότι η πολιτεία, διαβρωμένη από την κουλτούρα του αριστερού λαϊκισμού, ακόμη και όταν δεν μπορεί να υποκύψει στον εκβιασμό και να ικανοποιήσει το αίτημα, σπανίως θα τολμήσει να γίνει ευθέως δυσάρεστη με κάποιον. Δεν τολμά καν να αναλάβει την ευθύνη της στοιχειώδους διάκρισης, ανάμεσα στο δίκαιο των πολλών και στο δίκαιο των ελάχιστων. Ετσι, παίρνει τον ρόλο του ανεύθυνου παρατηρητή και επιτρέπει στους ελάχιστους να κάνουν κόλαση τη ζωή των πολλών. Αν τους εκατό, που κλείνουν τη Βασιλίσσης Σοφίας στο ύψος της Βουλής, τους απωθήσει η αστυνομία και, εφόσον δεν συμμορφωθούν, τους συλλάβει, όπως θα συνέβαινε σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα, στην Ελλάδα το γεγονός θα θεωρηθεί «αντιδημοκρατική εκτροπή». Σταθερά, λοιπόν, η πολιτεία υποχωρεί· και, σιγά σιγά, κερδίζει σε ισχύ ο νόμος του θρασύτερου, αρκεί να φορά τον μανδύα του «δημοκρατικότερου». Εκ πρώτης όψεως ασήμαντες αλλαγές, όπως π.χ. η αποδοχή από το κράτος της αριστερής αντίληψης ότι ο διαδηλωτής μπορεί να κάνει σχεδόν ό,τι θέλει και όπου θέλει, δίνουν κατεύθυνση στην εξέλιξη ολόκληρης της κοινωνίας: η επικράτηση της καταχρηστικής έννοιας της «αντιδημοκρατικής εκτροπής» μας βάζει σε μια πορεία προς την εκτροπή από τη λογική. Και φθάσαμε, έτσι, να ζούμε στην Ελλάδα του Πάκη (καρδούλα μου, μανάρι μου, ψυχούλα μου κ.λπ.), ο οποίος άφησε την Αθήνα να καεί από την αληταρία των αναρχικών το 2008 και ακόμη σήμερα επαίρεται για το κατόρθωμά του.
Η προσπάθεια αναστροφής της πορείας ξεκίνησε πέρυσι, περίπου τέτοια εποχή, με πρόταση νόμου που συνέταξαν δύο διακεκριμένοι νομικοί, ο Αντώνης Μανιτάκης (σημερινός υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης) και ο Νίκος Αλιβιζάτος, με πρωτοβουλία του δήμου Αθηναίων και του δημάρχου του Γιώργου Καμίνη. Η πρόταση έπεσε στο κενό. Την ανέσυρε ο σημερινός υπουργός Δημοσίας Τάξεως Νίκος Δένδιας και επί μήνες κατέβαλε προσπάθεια να πείσει τον απίθανο Αντώνη Ρουπακιώτη να την υπογράψει. Εις μάτην· ανυποχώρητος έμεινε στην άρνησή του (για λόγους αρχής…) ο υπουργός Δικαιοσύνης, με την πλήρη στήριξη του μπάρμπα Φώτη Κουβέλη. Ετσι καταλήξαμε χθες στην υπογραφή από τον Ν. Δένδια του προεδρικού διατάγματος, που επιτρέπει στον αρμόδιο αστυνομικό διευθυντή να κρίνει, υπό προϋποθέσεις, πότε μία «ιδιαίτερα μικρή» διαδήλωση μπορεί να περιοριστεί σε μία λωρίδα του δρόμου και να μη φράσσει εντελώς την κυκλοφορία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με χθεσινή ανακοίνωσή του, χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ρύθμιση «ακραίο αυταρχικό μέτρο», ενώ, ήδη από την προπερασμένη Τρίτη, την είχε περιγράψει ως μέτρο «φίμωσης της ελεύθερης έκφρασης του φρονήματος» και «φαλκίδευσης των βασικών πολιτικών δικαιωμάτων». Ολα αυτά, παρακαλώ, δηλαδή «ελεύθερη έκφραση του φρονήματος» και «φαλκίδευση των βασικών πολιτικών δικαιωμάτων», είναι -κατά τον ΣΥΡΙΖΑ- το δικαίωμα των πενήντα ατόμων να κλείνουν την Πανεπιστημίου έστω για μία ώρα το μεσημέρι! (Οι ανακοινώσεις περιέχουν και διάφορες ανοησίες για το Μνημόνιο που πλήττει τον τουρισμό κ.λπ. – αλλά αυτά εμπίπτουν στην, ούτως ή άλλως, δεδομένη γραφικότητα του ΣΥΡΙΖΑ…).
Ομως, όποιος πληροφορήθηκε τι ακριβώς είπε προχθές στην Ιερισσό ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνεται ως φυσιολογική για τα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ τη στάση του στο θέμα του περιορισμού των ιδιαίτερα μικρών διαδηλώσεων. Ο πρόεδρος βλέπει στην Ιερισσό τη «νέα Κερατέα στην οποία θα σπάσει τα μούτρα της η πολιτική της καταστολής»! Εννοεί τη νομιμότητα, βέβαια, διότι, αναφερόμενος στους δύο προφυλακισθέντες με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, αναγγέλλει ότι «όταν ο λαός πάρει τις τύχες στα χέρια του, στη θέση τους θα βρίσκονται άλλοι». (Αναφορά η οποία, φρονίμως, παραλείπεται από τα αποσπάσματα της ομιλίας του προέδρου στην επίσημη ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ…).
Αυτό που εγώ καταλαβαίνω είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αδίστακτο, επιπόλαιο, φιλόδοξο πολιτικό, ο οποίος βασίζεται σε έναν πυρήνα παλαβών ακροαριστερών και, προκειμένου να πάρει την εξουσία, αντιστρατεύεται ακόμη και την κοινή λογική. Εξάπτει ό,τι χειρότερο και πιο ποταπό έχουν σπείρει δεκαετίες λαϊκισμού στην κοινωνία, καλλιεργώντας συστηματικά την πεποίθηση ότι το χάος της οχλοκρατίας είναι η πραγματική δημοκρατία. Είναι περιττό να συζητούμε για διακρίσεις μεταξύ μνημονίου και αντιμνημονίου ή δεν ξέρω ’γω τι άλλο. Η διαχωριστική γραμμή στην πολιτική σκηνή σήμερα είναι μεταξύ λογικής και παραλογισμού.
Πηγή: Καθημερινή