Του Νικου Μαραντζιδη*
Τις τελευταίες ημέρες ήρθε και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα του πολιτικού χρήματος. Από τη μια, η υπόθεση της τροπολογίας που κατέθεσαν βουλευτές όλων των κομμάτων (πλην ΚΚΕ και Χρυσής Αυγής), με την οποία χαρίζονταν, στην ουσία, τα χρηματικά πρόστιμα στους συνδυασμούς που παραβίασαν τη νομοθεσία για θέματα προεκλογικών δαπανών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2010 και, από την άλλη, τα τεράστια χρέη των κομμάτων που ανέρχονται στο εξωφρενικό για τα ελληνικά δεδομένα ποσό των 270 εκατομμυρίων ευρώ (το ΠΑΣΟΚ είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου) ανέδειξαν όψεις ενός πανάκριβου πολιτικού συστήματος που δαπανά ασύστολα χρήματα, χωρίς κανόνες και όρια, προς εντελώς άχρηστες για τους πολίτες κατευθύνσεις.
Οι υποθέσεις αυτές αναδεικνύουν δύο από τις βασικότερες παθογένειες της ελληνικής πολιτικής ζωής. Η πρώτη είναι η απουσία κανόνων και θεσμών σταθερών και ισχυρότερων από τη βούληση ατόμων ή ομάδων με στενή πρόσβαση στην εξουσία. Πουθενά αλλού, στις ανεπτυγμένες φιλελεύθερες Δημοκρατίες, δεν θα επιχειρείτο να αλλάξει ένας νόμος προκειμένου να έχει αποκλειστικά αναδρομική ισχύ, με στόχο την εξυπηρέτηση πολιτικών φίλων ή συναδέλφων. Είναι εμφανές, ακόμα και για τους αδαείς γύρω από τα θέματα πολιτικής, πως οι φωτογραφικές τροπολογίες τέτοιου τύπου ουσιαστικά εξηγούν γιατί στη χώρα μας το πρόβλημα της ανομίας είναι τόσο οξύ. Γιατί ούτε οι «πάνω» ούτε οι «κάτω» πιστεύουν πως οι νόμοι, ιδιαίτερα οι αυστηροί, εφαρμόζονται σε όλους με τον ίδιο τρόπο.
Το ζήτημα των άδειων ταμείων του ΠΑΣΟΚ και των υπόλοιπων κομμάτων αποκαλύπτει το μέγεθος της σπατάλης, του νεοπλουτισμού και της επιπολαιότητας που χαρακτήρισε τα πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές ελίτ όλα αυτά τα χρόνια. Η ελληνική κομματική Δημοκρατία υπήρξε η ακριβότερη στην Ευρώπη. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα χρηματοδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό με το ίδιο ποσό, σε απόλυτες τιμές, που τα γαλλικά κόμματα λάμβαναν από το δικό τους κράτος. Με λίγα λόγια η κάθε ψήφος στην Ελλάδα κόστιζε όσο πέντε γαλλικές, τουλάχιστον.
Χρησιμοποιώντας τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, τα πολιτικά κόμματα προέβησαν σε μια εξωφρενική κούρσα δαπανών που περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων: από χολιγουντιανές προεκλογικές καμπάνιες έως εξαγορές συνειδήσεων. Οι δαπάνες για δημόσιες σχέσεις και επικοινωνία αποτέλεσαν τον κύριο όγκο δαπανών των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα. Πεταμένα λεφτά δηλαδή.
Εντέλει τα κόμματα χρεοκόπησαν. Οχι μόνο σπατάλησαν τα τεράστια ποσά από τα δημόσια χρήματα που διέθεταν, αλλά επιπλέον δανείστηκαν σε τέτοιο βαθμό που σήμερα αδυνατούν να ξεχρεώσουν. Δυστυχώς, το χειρότερο δεν βρίσκεται εδώ. Δίπλα στα υπέρογκα ποσά του κρατικού προϋπολογισμού που εισέρρευσαν στα ταμεία των κομμάτων προστέθηκε και το μαύρο χρήμα. Οι φήμες οργιάζουν για ποικίλες και περίεργες συναλλαγές μεταξύ επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου. Είναι προφανές πως από την άποψη της διαφάνειας και της ηθικής, χειρότερα δεν μπορούσε να γίνει. Το πολιτικό μας σύστημα φρόντισε να απαξιωθεί πλήρως από μόνο του.
Και τώρα τι κάνουμε; Πώς μπορεί να γίνει μια νέα αρχή; Δεν θα πάψω να υπογραμμίζω την ανάγκη να μειώσουμε το κόστος της πολιτικής λειτουργίας, να πάψει η Δημοκρατία μας να είναι ακριβή, να κοστίζει τόσο πολύ στον Ελληνα πολίτη. Αυτό σημαίνει απαραίτητα την κατάργηση της υποχρεωτικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σημαίνει επίσης και τη δυνατότητα νόμιμης χρηματοδότησης από δηλωμένους ιδιωτικούς πόρους, ώστε να περιοριστεί το μαύρο χρήμα. Υποδηλώνει επίσης την ανάγκη για μια σειρά από σημαντικές θεσμικές αλλαγές, όπως είναι, για παράδειγμα, η σημαντική μείωση του αριθμού των βουλευτών (π.χ. 200).
Είναι σίγουρο πως οι παραπάνω αλλαγές δεν θα λύσουν από μόνες τους ούτε το πρόβλημα της διαφθοράς ούτε και το πρόβλημα της σπατάλης του δημόσιου χρήματος, αν δεν υπάρξει αλλαγή στην κουλτούρα των δημοσίων προσώπων. Πρέπει, με άλλα λόγια, να εμπεδωθεί το αίσθημα στις πολιτικές ελίτ πως η αναγνώριση και το κύρος που θέλουν να απολαμβάνουν λόγω της δημόσιας παρουσίας τους δεν μπορούν να συμβαδίζουν με έκκλητο ή σπάταλο βίο· με πολυτέλειες. Οι πολιτικοί μας πρέπει να διαλέξουν ή το «κύρος» του αντιπροσώπου του έθνους ή τις απολαύσεις που προσφέρει η ζωή εκτός πολιτικής. Στη ζωή δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.
Εντέλει χρειάζεται μια νέα αρετή για τους αντιπροσώπους του έθνους. Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτή η νέα αρετή δεν υπαγορεύεται ούτε και επιβάλλεται, κατακτάται μέσα από τις προσωπικές επιλογές του καθενός. Πρόκειται, δηλαδή, για μια υπόθεση παιδείας και ελευθερίας.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Πηγή: Καθημερινή