από τον Φώτη Γεωργελέ
Πες ότι είναι μια δουλειά, αυτή η εφημερίδα ας πούμε. Που χρειάζεται 100 ανθρώπους για να βγαίνει. Και παίρνουμε ένα χιλιάρικο ο καθένας. Αλλά έχω και κάτι συγγενείς και φίλους να βολέψω, όχι πολλούς, άλλους 30 που μπαίνουν στο μισθολόγιο. Ο μισθός μας γίνεται 700 ευρώ. Πολλοί είμαστε, περισσεύουμε, φτιάχνουμε ωραίους κανονισμούς εργασίας, γράφουμε 16 με 21 ώρες τη βδομάδα, μαζί με τα «διοικητικά» δεν είμαστε στα γραφεία πάνω από 30 ώρες. Η δουλειά όμως δεν βγαίνει, οι φίλοι και συγγενείς κάπου έχουν χαθεί σε πιο πολυτελείς δραστηριότητες, πολιτιστικές εκδηλώσεις, γραφεία δημοσίων σχέσεων, φτιάχνουν τη βιβλιοθήκη της εφημερίδας, ένα γυμναστήριο, ένα εκκλησάκι, γιατί πώς να ζήσει ο άνθρωπος αν δεν καλλιεργήσει την ψυχή του.
Προσλαμβάνουμε για να βγει η δουλειά άλλους 20 ωρομίσθιους, να γράφουν άρθρα με το κομμάτι. Ο μισθός μας πάει στα 500 ευρώ. Χωρίζουμε και τη δουλειά σε στάδια, αμειβόμενα ξεχωριστά, επίδομα διόρθωσης άρθρου, επίδομα επιτήρησης έκδοσης πριν το τύπωμα του φύλλου. Τα έσοδα είναι ίδια πάντα, ο μισθός μας πάει τώρα στα 400 ευρώ. Δεν βγαίνουμε και πολλοί από μας αρχίζουν να πουλάνε ιδιωτικώς άρθρα, στήνουν τα προσωπικά τους μπλογκ και εισπράττουν απευθείας, συνήθως χωρίς να πληρώνουν ΦΠΑ, εφορίες και άλλες τέτοιες αηδίες. Τα έσοδα πέφτουν, λεφτά για υπολογιστές δεν υπάρχουν, τα γραφεία είναι εγκαταλελειμμένα, εικόνα διάλυσης. Η εφημερίδα απαξιώνεται συνεχώς, οι αναγνώστες την εγκαταλείπουν, χάνουμε τη δουλειά μας. Δεν χάνουμε απλώς τους μισθούς μας, πληρώνουμε κι από πάνω φόρους, «χαράτσια» της ΔΕΗ, για να αναπληρώσουμε τους φόρους που δεν πληρώνουμε όταν κάνουμε ιδιαίτερα προσωπικά μπλογκ.
Αν πεις σ’ έναν κανονικό άνθρωπο αυτό το παράδειγμα, θα σου απαντήσει, ε, ναι, τι δεν καταλαβαίνεις; Το περίεργο είναι ότι πολλοί δεν το καταλαβαίνουν, ιδίως αυτοί που δεν έχουν καν το άλλοθι του εργοδότη που θέλει κέρδη. Αυτοί που εργοδότης τους είναι ο ελληνικός λαός ο οποίος πληρώνει με τους φόρους του. Μέχρι το 2009, ακόμα και μέχρι σήμερα, για μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας, το κράτος ήταν μια μηχανή που τύπωνε λεφτά και εμείς οφείλαμε απλώς να θέλουμε περισσότερα. Ότι κάποιοι πλήρωναν πάντα αυτά τα λεφτά, κανέναν δεν απασχολούσε.
Με την πρόσφατη απεργία στις πανελλαδικές, αναπτύχθηκαν δύο αντιδράσεις. Η μία, η «θυμωμένη», που λέει, πληρώστε επιτέλους κι εσείς κάτι, οι καλομαθημένοι, που τινάζετε στον αέρα τα νεύρα 100 χιλιάδων παιδιών γιατί πρέπει να δουλέψετε 24 λεπτά τη μέρα παραπάνω. Και η άλλη, η «αγαπησιάρικη», που επαναλαμβάνει τα γνωστά, για τις δυσκολίες του επαγγέλματος, για τις μειώσεις των μισθών. Νομίζω ότι και οι δύο δεν βοηθάνε τους εκπαιδευτικούς. Ιδίως αυτή που υποτίθεται ότι τους υπερασπίζεται. Γιατί στην πραγματικότητα δεν υπερασπίζεται αυτούς. Αλλά το πελατειακό κράτος το οποίο κρύβεται βάζοντας τους εκπαιδευτικούς μπροστά.
Η απεργία μέσα στις πανελλαδικές εξετάσεις μοιραία θα ηττηθεί. Γιατί είναι προκλητική απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία που έχει δεχτεί να υποστεί πολύ περισσότερα. Το χειρότερο όμως είναι ότι ήταν μια απεργία κατασκευασμένη ακριβώς για να ηττηθεί. Η κορυφή της πυραμίδας του πελατειακού κράτους διατηρεί όσα προνόμια μπορεί να κρατήσει και αφήνει πια τη βάση εκτεθειμένη. Χωρίς τα δανεικά, δεν υπάρχουν πια λεφτά για όλους. Οι υπόλοιποι χάνουν και οι παράλογες απεργίες σαν κι αυτή έχουν ως μόνο στόχο μια ακόμη παραπλάνηση: Δεν φταίμε εμείς που χάνετε, αλλά η Μέρκελ, τα μνημόνια, οι νεφελίμ.
Όμως πριν τις συζητήσεις για τα ωράρια των εκπαιδευτικών, έχουμε συζητήσει πολλά άλλα πράγματα. Ο χώρος της εκπαίδευσης ήταν ένα προνομιακό πεδίο πελατειακών σχέσεων. Με τον πολλαπλασιασμό των ειδικοτήτων τα τελευταία 20 χρόνια, το σύστημα πέτυχε να διοχετεύει στο κράτος υπεράριθμους, να το φουσκώνει και να το αδειάζει με γρήγορες συνταξιοδοτήσεις για να το γεμίσει ξανά. Από το 1993 ως το 2013 οι πανεπιστημιακές σχολές διπλασιάστηκαν με μόνο στόχο τη βιομηχανική παραγωγή πτυχίων κατάλληλων μόνο για τη μοριοδότηση στο δημόσιο. Σχολές Κοινωνικής Θεολογίας και Κοινωνικής Εκπαιδευτικής Πολιτικής φύτρωσαν σε κάθε πόλη. Εφηύραμε ένα νέο επάγγελμα, του «αδιόριστου καθηγητή», οποιοσδήποτε Έλληνας πολίτης ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης ήταν εν δυνάμει εκπαιδευτικός.
Οι υπάλληλοι αυτοί αμέσως μετά εξαφανίζονταν στους αχανείς διαδρόμους του δημοσίου, σε κόμματα, σε δήμους, στην Αρχιεπισκοπή, σε βουλευτικά γραφεία, σε βιβλιοθήκες και ιδρύματα. Ακόμα και σήμερα, μετά από 4 χρόνια κρίσης, χωρίς φράγκο, έχουμε 4,5 χιλιάδες αποσπασμένους «κάπου». Σε άλλες χώρες το Υπουργείο Παιδείας είναι ένα διώροφο κτίριο με 50 επιτελικούς υπαλλήλους, εδώ είναι μια πολιτεία. Αντί να ζητάνε το τέλος των αποσπάσεων, ζητούσαν κι άλλες προσλήψεις. Κάθε μέρα οι εφημερίδες γράφουν τις πιο εξοργιστικές περιπτώσεις αυτών που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «επίορκους». Κατηγορούμενοι για ποινικά αδικήματα, για πειθαρχικά παραπτώματα, ανενόχλητοι συνεχίζουν να αμείβονται κανονικά από το δημόσιο.
Κυβερνήσεις, κόμματα, υπουργοί, συνδικαλιστές, δικαστές, δεν μπορούν και δεν θέλουν να βρουν έναν τρόπο να τους απομακρύνουν. Αργόμισθοι, με εξωφρενικές δικαιολογίες, αρνούνται να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους γιατί κατά χιλιάδες αντιμετωπίζουν «ψυχολογικά προβλήματα». Οι επιθεωρητές δημόσιας διοίκησης ανακαλύπτουν ότι σε ολόκληρες περιφέρειες μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών εργάζεται μονοψήφιο αριθμό ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε απόπειρα αξιολόγησης, κόμματα και συνδικαλιστικές ηγεσίες αντιστέκονται στην «υποταγή, τη χειραγώγηση, τη μισθολογική καθήλωση, την άρση της μονιμότητας». Το πελατειακό κράτος προστατεύει τους κομματικούς στρατούς. Επίορκοι, αργόμισθοι, αδιάφοροι, χαμένοι μέσα στις δαιδαλώδεις δομές του, αποσπασμένοι κάπου ή στο σπίτι τους, χωρίς να ελέγχονται από κανέναν.
Το σύστημα προστατεύει τις δομές του, φυτεύει στρατόπεδα, σχολές, σχολεία παντού για να πολλαπλασιάζει το μέγεθος και συνεπώς τη δυνατότητά του να πουλάει εκδουλεύσεις. Σε κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού, συγχώνευσης σχολείων σε λειτουργικές εκπαιδευτικές μονάδες στην υπηρεσία των μαθητών και όχι στο παρκάρισμα καθηγητών, ήταν αντίθετοι. Μάχες εναντίον της προσπάθειας να μειωθούν οι αποσπάσεις. Μάχες εναντίον της λειτουργίας των πειθαρχικών. Μάχες εναντίον της αξιολόγησης για να αμείβονται καλύτερα και να προάγονται όσοι δουλεύουν. Μάχες εναντίον της ανακάλυψης των αργόμισθων. Μάχες εναντίον της κατάργησης των οριζόντιων επιδομάτων. Μάχες εναντίον των μεταθέσεων, όχι σε άλλη πόλη, ούτε καν σε άλλη γειτονιά.
Όλες οι μάχες μέχρι τώρα που δόθηκαν με μεγάλη επιτυχία, ήταν μάχες που κέρδιζε το βαθύ κράτος εναντίον του παραγωγικού δημοσίου. Το πελατειακό σύστημα κέρδιζε χρόνο. Οι εκπαιδευτικοί, όμως, είχαν συμφέρον να δουλεύουν. Να δουλεύουν περισσότερο. Να δουλεύουν σωστά. Να πληρώνονται μόνο αυτοί που δουλεύουν. Για να παίρνουν καλύτερους μισθούς. Για να δουλεύουν σε καλύτερες συνθήκες. Όπως οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους. Έδωσαν όλες τις μάχες που ήθελε το πελατειακό κράτος. Και στο τέλος αντιλαμβάνονται ότι, μοιραία, χαμένη θα είναι η βάση της πυραμίδας. Το βαθύ κράτος το καμουφλάρει αυτό με μια «ηρωική έξοδο», με μια εκ των προτέρων προορισμένη να ηττηθεί απεργία. Οι δομές έμειναν σχεδόν άθικτες. Οριζόντια μέτρα επιβάλλονται εκεί που χρειάζεται αλλαγή μοντέλου. Πληρώνουν το λογαριασμό αυτοί που δουλεύουν πραγματικά. Οι άλλοι πληρώνονται απλώς λιγότερο την αργομισθία τους.
«Την παιδεία τη σκοτώνει το μνημόνιο» φωνάζουν τώρα οι δυνάμεις της καθυστέρησης. Η δημόσια παιδεία είχε πεθάνει από τότε που χρειάζονταν φροντιστήριο τα παιδιά από το δημοτικό ακόμα. Οι επαγγελματικές ομάδες του δημόσιου τομέα με κάθε τέτοια οδυνηρή ήττα θα καταλαβαίνουν ότι το συμφέρον των εργαζομένων δεν είναι η υπεράσπιση του παρασιτισμού, αλλά το λειτουργικό, αυστηρά αξιολογούμενο, παραγωγικό δημόσιο που προσφέρει υπηρεσίες στους πολίτες.
Πηγή: Athens Voice