Της Μαρίας Κατσουνάκη
Εάν κάποιος δεν είχε ακούσει τίποτα για την «υπόθεση Κικίλια» και άνοιγε χθες την τηλεόραση για να ενημερωθεί για το τι συμβαίνει, ακούγοντας τις απόψεις εκπροσώπων από τα κόμματα της συγκυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, θα αποκτούσε το απελπισμένο ύφος του Μπιλ Μάρεϊ στη «Μέρα της Μαρμότας». Ενώ η επικρατούσα άποψη είναι ότι αποπέμπεται από τη θέση του διοικητή του ΟΑΕΔ διότι αρνήθηκε να υποβαθμίσει δύο αξιόμαχα στελέχη του οργανισμού για να τοποθετήσει στη θέση τους δύο άλλους «γαλάζιας» απόχρωσης, αντιστάθηκε δηλαδή στην πελατειακή λογική, γίνεται κάθε προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις. Ο ένας λέει ότι «το θέμα είναι διαδικαστικό», άλλος αναρωτιέται «τι έγιναν τα λεφτά για τους ανέργους», τρίτος ισχυρίζεται «δεν είναι μεν “δικός μας” αλλά πρόκειται για επιστήμονα και τεχνοκράτη με κύρος», τέταρτος εκνευρίζεται όταν ζορίζεται από τις ερωτήσεις και απαντά με την προσφιλή έκφραση «όχι άλλη λάσπη στον ανεμιστήρα».
Εν ολίγοις, η σύγχυση και ο εκνευρισμός που σκόρπισε το θέμα δεν δηλώνουν παρά ένα και μόνο πράγμα: το πολιτικό σύστημα δεν αντέχει «αποκαλύψεις» που προδίδουν τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του. Δεν αντέχει, δηλαδή, άτομα χωρίς κομματικό ή παραταξιακό πρόσημο σε θέσεις ευθύνης. Πρώτοι στη λίστα παραμένουν τα «δικά μας παιδιά». Και τώρα που έχει προστεθεί και τρίτος εταίρος (η ΔΗΜΑΡ), όσοι νέμονταν την εξουσία επί χρόνια εμφανίζονται όλο και πιο απρόθυμοι να αποδεχθούν τους νέους συνδαιτυμόνες. Το σύστημα αποβάλλει με σπασμούς το «ξένο σώμα» είτε λέγεται Κικίλιας είτε λέγεται Σπινέλλης.
Οι ενδείξεις ότι η αξιοκρατία θέλει πολύ δρόμο για να πάρει σάρκα και οστά –προς το παρόν ζούμε τον χορό των μεταμφιέσεων με συνδυασμούς χρωμάτων– δεν περιορίζονται μόνο σε κρίσιμους διοικητικούς οργανισμούς και υπουργεία. Απλώνονται και στον χώρο του πολιτισμού. Μπορεί ο Γ. Λούκος να επανατοποθετήθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών–Επιδαύρου (ύστερα από έξι μήνες – σκεφτείτε να μην ήταν και πρόταση της ΔΗΜΑΡ…), αρχίζει όμως τώρα να διαφαίνεται η άνευ όρων και ορίων κούρσα για τη διαδοχή του Εθνικού Θεάτρου. Ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει δηλώσει ότι αποχωρεί (ύστερα από μία χρονιά πολύ επιτυχημένη, εξωστρεφή, τολμηρή και καινοτόμο για την κρατική σκηνή) και η διαδοχολογία μαίνεται. Αντί, λοιπόν, να προκηρυχθεί η θέση και να επιλεγεί ο κατά τεκμήριο αξιότερος, το πολιτικό παρασκήνιο οργιάζει. Ορισμένοι, πείσμονες και επιτήδειοι, αποκτούν εσπευσμένα πολιτική ταυτότητα για να γίνουν αρεστοί στον αναπλ. υπουργό Πολιτισμού, ο οποίος εμφανίζεται επιρρεπής στο πελατειακό παιχνίδι.
Και μ’ αυτά και μ’ εκείνα, να ’μαστε, τρία χρόνια μετά την ιστορική κρίση στη χώρα, που μετακινεί συθέμελα ζωές, παρέα και πάλι με τους αρεστούς και όχι με τους άριστους. Πώς θα προχωρήσει και ποιος θα πείσει για την ανάγκη αξιολόγησης σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου, όταν οι μικρές, αναιμικές, προσπάθειες να αναλάβουν διοικητικό ρόλο άνθρωποι χωρίς κομματική ταυτότητα προκαλούν –αργά ή γρήγορα– αλλεργικές αντιδράσεις; Πώς θα περάσει η χώρα τον (περίφημο) κάβο και θα υποδεχθεί την (περιλάλητη) ανάκαμψη όταν κάθε κόμμα αγωνίζεται και αγωνιά να διορίσει «τους δικούς του»; Οσο το πολιτικό σύστημα αναπαράγεται αυτάρεσκα, χαμένοι θα παραμένουν η δημοκρατία και οι θεσμοί.
Πηγή: Καθημερινή