Του Γιωργου Θ. Μαυρογορδατου*
Οι ατέρμονες και αδιέξοδες συζητήσεις για τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων παραβλέπουν σε εξοργιστικό βαθμό πολλά δεδομένα, που θα έπρεπε να είναι προφανή και αυτονόητα. Αν, π.χ., ένας απατεώνας προσληφθεί σε δημόσια θέση χάρη σε πλαστά πιστοποιητικά, δεν χρειάζεται βέβαια να παραπεμφθεί σε πειθαρχικό συμβούλιο! Ο διορισμός του είναι εξαρχής άκυρος και μπορεί να ανακληθεί σε χρόνο-μηδέν. Ας προσφύγει μετά, αν τολμάει, στο ΣτΕ… Αλλο θέμα βέβαια η ποινική του δίωξη.
Πέρα από νομική ανεπάρκεια, οι σχετικές συζητήσεις πάσχουν επίσης από ανιστόρητες γενικεύσεις. Επαναλαμβάνεται κατά κόρον ή, καλύτερα, ad nauseam, ο ισχυρισμός ότι τάχα «κανείς» πολιτικός δεν τόλμησε ποτέ να πει ότι θα μειώσει τους δημοσίους υπαλλήλους. Και όμως, υπάρχει τουλάχιστον μία φωτεινή, φωτεινότατη εξαίρεση: ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη διάρκεια της λεγόμενης Τετραετίας (1928-32). Ενώ έχει καταντήσει εθνικό μας ξόανο σε αεροδρόμια και πλατείες και ενώ τον επικαλούνται σχεδόν οι πάντες με κάθε αφορμή, η εσωτερική, ιδίως, πολιτική του Βενιζέλου αγνοείται ολοένα και περισσότερο, όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση.
Το κυβερνητικό πρόγραμμα της Τετραετίας σκιαγράφησε ο Βενιζέλος στον προεκλογικό λόγο του στη Θεσσαλονίκη, στις 22 Ιουλίου 1928. Από την πρώτη κιόλας φράση υποσχέθηκε μείωση των κρατικών δαπανών «κυρίως διά της ελαττώσεως της πληθώρας των δημοσίων υπαλλήλων». Μίλησε για μείωση κατά 5.000 ή και 10.000 υπαλλήλους, δηλαδή κατά 10 έως και 20% με τα τότε δεδομένα. Μακροπρόθεσμα, τον στόχο αυτό υπηρετούσε και η εκπαιδευτική πολιτική της Τετραετίας, με τον δραστικό περιορισμό της κλασικής μέσης εκπαίδευσης καθώς και των εισακτέων στην ανωτάτη. Ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνο εκείνος που υποσχέθηκε μείωση των δημοσίων υπαλλήλων. Ηταν επίσης ο μόνος που έκλεισε δεκάδες σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και μείωσε τους μαθητές της κατά 40%, ενώ την ίδια ώρα κτίζονταν 3.167 σχολικά κτίρια, σχεδόν αποκλειστικά για δημοτικά σχολεία.
Ενώ αγνοούν, όπως φαίνεται, την πολιτική της Τετραετίας, πολλοί ταυτίζουν δικαιολογημένα τον Βενιζέλο με τη συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, που θεσπίστηκε το 1911. Ωστόσο, ανιστόρητη είναι εδώ η αποσύνδεση της μονιμότητας από τα προσόντα. Πρόκειται για δύο αλληλένδετα ζητήματα, σε προφανή αλληλουχία. Το ζήτημα που εμφανίστηκε πρώτο, αμέσως μετά την ίδρυση του κράτους, ήταν η πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων με βάση τα απαιτούμενα προσόντα. Πήρε εκρηκτικές διαστάσεις ως σύγκρουση «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Αργότερα, ο ίδιος ιθαγενής λαϊκισμός πολέμησε λυσσαλέα τον Χαρίλαο Τρικούπη και το σχετικό νομοθετικό έργο του με πολεμική ιαχή «Κάτω τα προσόντα!».
Ιστορικά αλλά και λογικά, μόνο μετά την καθιέρωση προσόντων μπορούσε να θεσπιστεί μονιμότητα. Ποια λογική θα είχε τάχα η μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων που διορίστηκαν ασχέτως προσόντων ή ακόμα και παρά την έλλειψή τους; Εδώ ακριβώς, στην ανιστόρητη αποσύνδεση της μονιμότητας από τα προσόντα, κρύβεται η ουσία των σημερινών ψεύτικων διλημμάτων.
Χρειάζεται πάλι μία ιστορική αναδρομή, αλλά στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Μετά το 1981 έπαψε στην πράξη κάθε ουσιαστικός έλεγχος των προσόντων, αφού σταμάτησαν οι διαγωνισμοί. Αντίθετα, προσλήφθηκαν και στη συνέχεια μονιμοποιήθηκαν δεκάδες χιλιάδες έκτακτοι και συμβασιούχοι χωρίς αξιόπιστο έλεγχο προσόντων. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τον πρώτο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, το 1995. Διατηρήθηκε όμως η μοριοδότηση με κοινωνικά κριτήρια, που αποτελεί καθαρά λαϊκιστική επινόηση μερικής, έστω, παράκαμψης των προσόντων. Από την πλευρά τους, οι πολυπληθείς εκπαιδευτικοί διορίζονταν από το 1970 έως πρόσφατα με το χουντικό σύστημα της επετηρίδας, που αγνοούσε τα προσόντα στο μέτρο που αγνοούσε τη βαθμολογία του πτυχίου. Ο χειρότερος πτυχιούχος κάθε χρονιάς διοριζόταν πριν από τον καλύτερο της επόμενης.
Η υπόμνηση των χρονολογιών χρειάζεται για να βγάλουμε ένα καίριο συμπέρασμα. Επειτα από 32 χρόνια, ήδη, όσοι είχαν προσληφθεί αξιοκρατικά πριν από το 1981 έχουν αποχωρήσει σχεδόν όλοι. Οσοι έχουν προσληφθεί αξιοκρατικά μέσω ΑΣΕΠ μετά το 1995 αποτελούν ακόμη μειονότητα· μολονότι κυρίως χάρη σε αυτούς λειτουργεί ό,τι λειτουργεί και προπαντός χάρη σε αυτούς παρατηρείται καλύτερη συμπεριφορά απέναντι στον πολίτη. Κατά συνέπεια, η πλειονότητα των σημερινών δημοσίων υπαλλήλων αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό, λογικό και γενικότερα ιδεολογικό οξύμωρο: μονιμότητα χωρίς προσόντα ή, πάντως, χωρίς αξιόπιστη πιστοποίησή τους.
Οσοι προασπίζονται σήμερα αυτή την τραγελαφική κατάσταση, διακινδυνεύοντας το μέλλον της χώρας, εύλογα δυσκολεύονται να αρθρώσουν πειστικά επιχειρήματα. Τουλάχιστον, ας μην τη χρεώνουν στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ήδη το 1928-32 δυσφορούσε για τις συνέπειες της μονιμότητας όπως την είχε ο ίδιος κατοχυρώσει το 1911.
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Καθημερινή