Του Πάσχου Μανδραβέλη
Τον τελευταίο καιρό διακινείται από τα ελληνικά ΜΜΕ η αίσθηση ότι σφάζονται στην ποδιά μας υπερδυνάμεις. Οτι ακόμη και οι γνωστοί στη χώρα μας ως «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι», βάλλουν κατά της Γερμανίας για τα προγράμματα λιτότητας που απαιτεί προκειμένου να χρηματοδοτήσει προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και ειδικά της Ελλάδας. Φέρνουν σαν παράδειγμα τη δημόσια αντιπαράθεση του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών Τζακ Λιου με τον Γερμανό ομόλογό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για την ενίσχυση της ζήτησης, που κατέληξε στην όχι και τόσο αβρή απάντηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι θα προτιμούσε «να μη δίνονται συμβουλές δημοσίως για θέματα που άπτονται της οικονομικής πολιτικής».
Ετσι, διάφοροι καμαρώνουν στα τηλεπαραθύρια πως ακόμη και οι Αμερικανοί ασπάζονται την άποψή τους ότι η λιτότητα δεν ταιριάζει στην ελληνική οικονομία. Το χειρότερο είναι ότι δημιουργείται για μία ακόμη φορά η αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι το επίκεντρο της υφηλίου, ότι σε όλο τον κόσμο εκείνοι που χαράσσουν την οικονομική πολιτική ξυπνούν με τον καημό για τα κομμένα επιδόματα στον ΗΣΑΠ.
Ολα καλά κι όλα ωραία αυτά, μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα. Η συζήτηση περί λιτότητας δεν αφορά την Ελλάδα, αφορά πρωτίστως τις πλεονασματικές χώρες. Οι παραινέσεις των Αμερικανών υπουργών είναι να αυξηθεί η ζήτηση εντός της Γερμανίας και όχι σε χώρες που δανείζονται για να ζήσουν. Ολοι ξέρουν ότι ενίσχυση της ζήτησης σε χώρες σαν την Ελλάδα δεν ανασταίνει εγχώριες παραγωγικές δομές, γιατί αυτές δεν υπάρχουν. Το «να πέσουν λεφτά στην αγορά», όπως είναι το σύνθημα των καιρών μας, απλώς διογκώνει τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ο κεϊνσιανισμός διορθώνει τον οικονομικό κύκλο, δεν είναι θεωρία για επιστροφή σε πάρτι.
Το κακό δεν είναι ότι για μία ακόμη φορά τα ΜΜΕ δημιουργούν φρούδες ελπίδες ότι υπάρχει μια ανέξοδη λύση για την κρίση. Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι επαναλαμβάνουμε αυτό που είπε ο ποιητής, «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα…». Αντί να ανατάσσουμε την οικονομία, παίζουμε καθυστερήσεις· περιμένουμε το «αμερικανικό ιππικό» ή τις γερμανικές εκλογές για να λυθούν προβλήματα που πρέπει να λύσουμε μόνοι μας.
Ενα πράγμα πρέπει να καταλάβουμε: αν δεν σώσουμε εμείς την οικονομίας μας, κανείς δεν πρόκειται να την σώσει. Οχι γιατί οι άλλοι δεν έχουν λεφτά για πέταμα, όχι γιατί έχουν δικές τους προτεραιότητες, όχι γιατί δημιουργούνται και στον Βορρά λαϊκιστικά κινήματα κατά του ευρώ και της χρηματοδότησης ελλειμματικών χωρών. Ισχύουν όλα αυτά, αλλά κυρίως ισχύει ότι καμιά οικονομία δεν σώζεται καταναλώνοντας επί μακρόν περισσότερα απ’ όσα παράγει. Αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο λογαριασμός έρχεται και προϊόντος του χρόνου γίνεται όλο και πιο βαρύς.
Με δημοσιονομικά ελλείμματα (ακόμη και πέρυσι το κράτος ξόδεψε περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε) και κυρίως με τρύπα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δεν έρχεται ανάπτυξη, φτιάχνονται φούσκες.
Ας ξεχωρίσουμε, λοιπόν, τις πλεονασματικές χώρες (σαν τη Γερμανία ή, ακόμη περισσότερο, την Κίνα) από τα καθ’ ημάς. Η Ελλάδα έχει δύο προβλήματα: το βαρύ δημόσιο χρέος που είναι διαπραγματεύσιμο και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Πρέπει να κλείσει το σκέλος των ελλειμμάτων για να μπορέσει να διαπραγματευθεί το πρόβλημα του χρέους. Ολα τα υπόλοιπα είναι «άλλα λόγια να κοροϊδευόμαστε».
Πηγή: Καθημερινή