Του Θανου Βερεμη*
Το βιβλίο του Μιχάλη Σακελλαρίου, «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης, 24 Φεβρουαρίου – 23 Μαΐου 1825» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012), θα έπρεπε να δίνεται στους μαθητές του Λυκείου για δύο λόγους: 1) Γιατί αποτελεί πρότυπο ιστορικής έρευνας και σύνθεσης συμπερασμάτων και 2) γιατί το περιεχόμενο του έργου αποτελεί σκληρό μάθημα αυτογνωσίας για τους Ελληνες, οι οποίοι τελειώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους με την ψευδαίσθηση ότι έχουν ήδη γίνει γνώστες της ελληνικής ιστορίας χωρίς να εγκύψουν στις πηγές.
Ο Μιχάλης Σακελλαρίου ολοκλήρωσε το έργο αυτό το 1942, αλλά χρειάστηκε να περιμένει εβδομήντα χρόνια για να καμαρώσει την έκδοσή του από τις εξαιρετικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μετά την πρώτη προβολή από τον ΣΚΑΪ της σειράς «1821. Η γέννηση ενός Εθνους – Κράτους», οι παράγοντες των εκπομπών ανακάλυψαν με έκπληξη ότι οι περισσότεροι επικριτές της σειράς βασίζονταν αποκλειστικά στις σχολικές τους γνώσεις για την Παλιγγενεσία. Οι φανατικότεροι μάλιστα δεν γνώριζαν τίποτα για τα απομνημονεύματα των αγωνιστών ή τις αναμνήσεις από αυτόπτες του μεγάλου γεγονότος. Το έργο του Σακελλαρίου αποτελεί εργόχειρο που μεταμορφώνει την πρώτη ύλη των αρχείων σε συστηματική εξιστόρηση και ερμηνεία τριών αποκαλυπτικών μηνών του ζοφερού 1825. Είχαν προηγηθεί δύο εμφύλιοι με θριαμβευτές τους Ρουμελιώτες πολέμαρχους και τους Υδραίους συμμάχους τους. Πολλοί Πελοποννήσιοι ηγέτες, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, βρίσκονταν φυλακισμένοι στην Υδρα, ενώ οι Ρουμελιώτες στην Πελοπόννησο συμπεριφέρονταν σαν κατακτητές σε εχθρικό έδαφος.
Η απόβαση του Ιμπραήμ – θετού γιου του σατράπη της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή, τον Φεβρουάριο του 1825 στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, ελάχιστη εντύπωση προκάλεσε αρχικά στους Ελληνες. Την ίδια περίπου εποχή ο νέος Ρούμελη Βαλεσής, Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς Κιουταχής, ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει από τον Βορρά για να καταστείλει την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα. Οι απώλειες του Ιμπραήμ, αφότου έφυγε από την Αλεξάνδρεια, σε πλοία, άνδρες, άλογα και υλικό, αναλογούσαν περίπου με το ένα τρίτο του συνόλου. Οι αρρώστιες, οι καιρικές συνθήκες αλλά και η παρενόχληση του ελληνικού στόλου ήταν παράγοντες υπεύθυνοι για τις καταστροφές αυτές. Το έργο των Ελλήνων θαλασσινών εξακολουθούσε να καθησυχάζει την κυβέρνηση στο Ναύπλιο ότι ο κίνδυνος δεν ήταν μεγάλος. Ετσι οι Ελληνες συνέχισαν τους καβγάδες τους σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. Πρόεδρος του Εκτελεστικού είχε γίνει ο Υδραίος καπετάνιος Γεώργιος Κουντουριώτης, ο οποίος δεν διέθετε γνώσεις για τον χερσαίο πόλεμο αλλά ούτε και ηγετικά προσόντα. Τον πλαισίωναν δύο θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ως αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού και διευθυντής της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, μέλος του Εκτελεστικού με επιρροή στους Ρουμελιώτες πολέμαρχους στους οποίους έταξε πελοποννησιακή λεία. Μια τρίτη τάση εκπροσωπούσαν οι Πελοποννήσιοι στρατιωτικοί, όπως ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς, που συνέπρατταν με την κυβέρνηση και τους νικητές του εμφυλίου. Ενιαίος στρατός δεν υπήρχε και οι δεκάδες ομάδες συγκροτούνταν από καπετάνιους οι οποίοι κατέθεταν πλαστούς καταλόγους ανδρών στην κυβέρνηση, για να εισπράττουν υπεράριθμους μισθούς και σιτηρέσια.
Ετσι με τους εμφύλιους πολέμους και τις απάτες των οπλαρχηγών αναλώθηκε μεγάλο μέρος του πρώτου δανείου.
Οι Υδραίοι καπετάνιοι προειδοποιούσαν την κυβέρνηση ότι κύριος στόχος του Ιμπραήμ ήταν το οχυρωμένο Νεόκαστρο της Πύλου, αλλά το ελληνικό στρατόπεδο με το άνθος των μεγάλων αγωνιστών, αργούσε να σπεύσει σε βοήθεια. Ακολούθησαν σπασμωδικές συγκρούσεις σωμάτων με τον οργανωμένο στρατό του Ιμπραήμ με σοβαρές ελληνικές απώλειες ιδιαίτερα στο ηθικό των Ελλήνων. Αν είχε υπάρξει έγκαιρα συντονισμένη εκστρατεία υπό ενιαία διοίκηση, οι εμπειροπόλεμοι και αριθμητικά υπέρτεροι Ελληνες θα είχαν καταστρέψει την εμπροσθοφυλακή των Αιγυπτίων. Η περιγραφή των κατακερματισμένων ελληνικών δυνάμεων που μαστίζονταν από τις εσωτερικές έριδες των Ρουμελιωτών αλλά και την απειθαρχία κορυφαίων αγωνιστών, όπως οι Καραϊσκάκης, Κώστας Μπότσαρης, Τσάμης, Καρατάσος, Πετρόμπεης και άλλων, γεμίζει τον Ελληνα αναγνώστη απελπισία.
Ο Ιμπραήμ κατέλαβε τελικά το Νεόκαστρο στις 23 Μαρτίου του 1825 και εξασφάλισε έτσι το προγεφύρωμα που του επέτρεψε να κατακτήσει το μέγιστο τμήμα του Μωριά.
Από το 1825 ώς το σωτήριο 1827, η Ελλάδα θυμίζει τη σημερινή μας κατάσταση: Με κατακερματισμό των πολιτικών σε κόμματα υπέρ και κατά μιας συντονισμένης λύσης και σε (συνδικαλιστικές σήμερα) φατρίες που αγωνίζονται για τη διατήρηση των κεκτημένων τους. Και ενώ επαναλαμβάνεται στη Βουλή ο καβγάς των Αρματολών και των Προκρίτων, όλοι περιμένουμε τους ξένους να μας σώσουν πάλι στο Ναυαρίνο.
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Καθημερινή