του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν στην Ελλάδα γίνεται λόγος για τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, θα έπρεπε να γνωρίζουμε ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν το κόστος αυτό και πώς το ύψος τους επηρεάζει και την συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ένας, λοιπόν, από τους παράγοντες αυτούς είναι το κόστος της δικαιοσύνης στην χώρα μας και ιδιαίτερα από την σκοπιά του χρόνου διεκπεραίωσης μίας δικαστικής υπόθεσης.
Αποκαλυπτικά πάνω στο θέμα αυτό είναι αυτά που είπε σε πρόσφατη εκδήλωση της «Κίνησης Πολιτών» ο πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός και επί τιμή πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κ. Παναγιώτης Πικραμμένος –ο οποίος είναι και το αρμοδιότερο πρόσωπο που μπορεί να μιλήσει για αυτό το σημαντικό από κάθε άποψη θέμα. Και τα όσα είπε μόνον ζοφερές σκέψεις δημιουργούν.
Ο κ. Παν. Πικραμμένος υπογράμμισε ευθύς εξ αρχής ότι, κατά την διάρκεια λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, η χώρα μας έχει καταδικαστεί πάνω από 400 φορές για παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης ως προς τον χρόνο διάρκειας της δίκης. Ο αριθμός αυτός μεταφράζεται σε ποσοστό 48% επί του συνόλου των καταδικαστικών αποφάσεων της χώρας, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται σε ποσοστό 26% περίπου. Για τις καταδίκες μας αυτές έχουμε καταβάλει μέχρι σήμερα 8.420.822 ευρώ. Η δε χώρα μας είναι η τέταρτη κατά σειράν μεταξύ των 47 κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που συστηματικά και κατ’ επανάληψη παραβιάζει τον εύλογο χρόνο στην απονομή της Δικαιοσύνης. Και έτσι φθάσαμε στην απόφαση Αθανασίου κατά Ελλάδας, με την οποία το Δικαστήριο του Στρασβούργου ζήτησε από την χώρα μας την καθιέρωση ενός εσωτερικού ένδικου μέσου το οποίο να έχει την δυνατότητα να αποζημιώνει σε περιπτώσεις διαπίστωσης καθυστερήσεων και να εντέλλεται την επιτάχυνση για τις ακόμα εκκρεμείς δίκες. Το ένδικο αυτό μέσο θεσπίσθηκε με τον ν.4055/2012 και ήδη το Συμβούλιο της Επικρατείας, με μονομελή σύνθεση, εξέδωσε την υπ’ αριθ.4467/2012 απόφαση με την οποία επεδίκασε ως αποζημίωση το ποσόν των 4.800 ευρώ, καθώς το Δικαστήριο καθυστέρησε να εκδώσει την απόφασή του κατά 8 έτη, 6 μήνες και 18 ημέρες.
Ωστόσο, κατά τον πρώην πρωθυπουργό, ακόμη πιο αποκαρδιωτικοί είναι οι αριθμοί ως προς τις συνέπειες της καθυστερήσεως της δικαιοσύνης στην ανάπτυξη και στην οικονομία γενικότερα. Σύμφωνα με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2012, η Ελλάδα είναι τέταρτη από το τέλος μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ως προς τον μέσο χρόνο που απαιτείται προκειμένου να επιλυθεί μία απλή αστική υπόθεση. Και αν αναρωτηθεί κανείς πόσος είναι αυτός ο μέσος χρόνος, η απάντηση είναι ότι, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, απαιτούνται 819 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 548 ημέρες.
«Προφανώς, η Παγκόσμια Τράπεζα δεν είχε λάβει υπ’ όψιν της τις πρόσφατες κινητοποιήσεις δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων κλπ, διότι τότε ο αριθμός αυτός θα ήταν απλώς καταθλιπτικός. Στην ίδια έκθεση, η Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ των υπολοίπων αναπτυγμένων χωρών ως προς την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά της χρηματιστηριακής απάτης, των μονοπωλιακών δραστηριοτήτων και την αποτελεσματικότητα του πτωχευτικού συστήματος. Οι δείκτες δε αυτοί έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτυπώνουν με αρκετά αντιπροσωπευτικό τρόπο τις επιπτώσεις του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στην επιχειρηματική και εν γένει οικονομική δραστηριότητα», τόνισε ο κ. Παν. Πικραμμένος.
Η υπογράμμισή του λέει πολλά. Γιατί, όπως επεσήμανε, μπορεί κανείς εύκολα να παρατηρήσει την μείωση, ή ακόμα και την απουσία, ιδιωτικών επενδύσεων στην χώρα μας. Βέβαια, όπως είναι προφανές, το φαινόμενο αυτό δεν οφείλεται μόνο –ούτε καν κυρίως– στην ανεπάρκεια του δικαστικού μας συστήματος, αλλά στην κρίση χρέους που βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε. Εντούτοις, το περιβάλλον δεν ήταν φιλικό στις ιδιωτικές επενδύσεις ούτε πριν από την κρίση. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην περιορισμένη προστασία των επενδυτών από το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, το οποίο, με την βραδύτητα και την αναποτελεσματικότητά του, καθιστούσε μη ελκυστική την επιχειρηματική εμπλοκή στην χώρα μας. Η δε απουσία ιδιωτικών επενδύσεων, εγχώριων και κυρίως ξένων, είχε και έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη ρευστότητα της αγοράς, την αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων, την δυσκολία στην χορήγηση δανείων, την επισφάλεια των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, την απουσία «έξυπνου χρήματος», τον περιορισμό της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, την μείωση των εξαγωγών και την εξαφάνιση της καινοτομίας.
«Εξάλλου», πρόσθεσε ο πρώην πρωθυπουργός, «στην Ελλάδα της κρίσης, η οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες και να αυξήσει τα δημόσια έσοδα, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης κοστίζει τόσο σε χρήμα όσο και σε κοινωνική συνοχή. Εξηγούμαι: στα διοικητικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκκρεμούν δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες φορολογικών υποθέσεων οι οποίες μπορούν δυνητικά να επιφέρουν στα δημόσια ταμεία ένα τεράστιο ποσόν. Η άμεση εκκαθάρισή τους θα είχε ως επιπλέον θετική συνέπεια την ακριβή αποτύπωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας και την δυνατότητα ακριβέστερου και άρα αποτελεσματικότερου σχεδιασμού για το μέλλον. Παράλληλα, ο προαναφερθείς περιορισμός των ιδιωτικών, εγχώριων και ξένων, επενδύσεων έχει ως άμεση συνέπεια την μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους και την συνεπαγόμενη ανάγκη αυτού να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες.
Περαιτέρω, καθίσταται αδύνατη η ανακατανομή του πλούτου, ο οποίος παραμένει συσσωρευμένος σε τράπεζες ή ασφαλείς επενδύσεις στο εξωτερικό. Τέλος, αυξάνεται η ανεργία εξαιτίας, αφ’ ενός, της απουσίας θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και, αφ’ ετέρου, της ανάγκης περιορισμού των δημοσίων δαπανών που έχουν ως συνέπεια την μείωση των θέσεων εργασίας και στον δημόσιο τομέα. Αύξηση δε της ανεργίας σε μεγάλα μεγέθη συνεπάγεται, ως γνωστόν, διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και ανατροπή των κρατικών δομών».
Η κατάσταση αυτή, όμως, κατά τον κ. Παν. Πικραμμένο, έχει και ένα άλλο αρνητικό αποτέλεσμα. Οδηγεί στην απαξίωση της Δικαιοσύνης, ως μιας εκ των τριών κρατικών λειτουργιών. Πράγματι, όπως προκύπτει από πολλές πρόσφατες έρευνες, η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη είναι πλέον πολύ περιορισμένη. «Η μείωση αυτή είναι απολύτως δικαιολογημένη. Ο πολίτης γνωρίζει ότι αν προσφύγει στην Δικαιοσύνη, η πιθανότητα να επιλυθεί η υπόθεσή του εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος είναι μηδαμινή. Οπότε αναγκάζεται να στραφεί σε άλλες μεθόδους επίλυσης, οι οποίες πολλές φορές δεν κινούνται εντός των νομίμων πλαισίων, με αποτέλεσμα να εντείνονται τα φαινόμενα διαφθοράς και ανομίας που ήδη μαστίζουν την κοινωνία μας. Παράλληλα, η γενικευμένη καθυστέρηση έχει ως συνέπεια και την ενίσχυση της διαφθοράς εντός του δικαστικού συστήματος: η αποφυγή επιβολής κυρώσεως ή η διατήρηση παράνομων καταστάσεων είναι πολύ εύκολη όταν ο δικαστής, εξαιτίας του τεράστιου φόρτου των υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του, καθίσταται κατ’ ουσίαν ανέλεγκτος από πλευράς χρόνου. Με την ίδια ακριβώς μέθοδο ενισχύεται και η διαπλοκή της δικαιοσύνης, τόσο με τις άλλες κρατικές λειτουργίες –ιδίως την εκτελεστική–, όσο και με τα διαφόρων ειδών κέντρα ιδιωτικής εξουσίας.
Έτσι, η Δικαιοσύνη έχει πάψει πλέον να αποτελεί για τον πολίτη το τελευταίο καταφύγιο στο πλαίσιο μιας οργανωμένης πολιτείας και, αν δεν ενεργήσουμε άμεσα, το μόνο που θα μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακολουθούμε τις ζοφερές συνέπειες της απαξίωσης αυτής τόσο στην Δικαιοσύνη όσο και στο κράτος γενικότερα», τόνισε ο κ. Παν. Πικραμμένος.
Κατά την γνώμη του, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό, θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να εντοπίσουμε τις αιτίες του. Πού οφείλεται, λοιπόν, αυτή η τεράστια καθυστέρηση; Όπως λέει ο ίδιος:
α) Κατ’ αρχάς στην κακοδιοίκηση, η οποία, σε συνδυασμό με την δαιδαλώδη πολυνομία, αποτελεί πραγματική μηχανή παραγωγής διαφορών. Ειδικότερα, ο κομματισμός, η διαφθορά, η αναξιοκρατία και η αδιαφορία κυριαρχούν στο ελληνικό Δημόσιο και η αδυναμία ακόμη και του πλέον ικανού υπαλλήλου να συγκεντρώσει την υπάρχουσα νομοθεσία και να την εφαρμόσει σωστά σε κάθε περίπτωση, έχουν ως συνέπεια την γέννηση διαφορών όχι μόνον μεταξύ του ιδιώτη και του κράτους, υπό την ευρεία του έννοια, αλλά και μεταξύ ιδιωτών. Για παράδειγμα, οι αγωγές κατά κατασκευαστικών εταιρειών επειδή τα ακίνητα που πούλησαν είχαν ανεγερθεί βάσει οικοδομικών αδειών που εκδόθηκαν από τις πολεοδομίες και στην συνέχεια ακυρώθηκαν από τα Δικαστήρια, είναι μία μόνον περίπτωση από πολλές ιδιωτικών διαφορών που προέρχονται από την δυσλειτουργία της κρατικής μηχανής και οι οποίες, αθροιζόμενες με τις αντίστοιχες που εκκρεμούν ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης, καθιστούν το κράτος τον βασικό υπαίτιο του φαινομένου της καθυστερήσεως.
β) Στο πολύ χαμηλό κόστος της Δικαιοσύνης. Στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2012 αναφέρεται ότι το μέσο κόστος για την δικαστική επίλυση μιας απλής αστικής υποθέσεως στην Ελλάδα είναι 5.561 ευρώ, ποσό που αποτελεί το 14,4% του μέσου αγωγικού αιτήματος. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Ελλάδα καθίσταται η έβδομη πιο φτηνή χώρα στην ΕΕ.
γ) Στην αλόγιστη άσκηση ενδίκων βοηθημάτων από το ίδιο το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), τα οποία, ως γνωστόν, απαλλάσσονται από όλα τα δικαστικά έξοδα. Η απαλλαγή αυτή, σε συνδυασμό με την απολύτως εσφαλμένη νοοτροπία, η οποία έχει κατά καιρούς αποτυπωθεί και σε εγκυκλίους –ότι το Δημόσιο οφείλει να εξαντλεί τα ένδικα μέσα διότι με τον τρόπο αυτόν εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον–, έχει ως συνέπεια την κατασπατάληση πόρων με την άσκοπη απασχόληση του προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των νομικών των ΝΠΔΔ και την επιδίκαση σε βάρους του Δημοσίου των δικαστικών δαπανών των ιδιωτών.
δ) Στην έλλειψη ρυθμίσεων που θα περιόριζαν την δημιουργία διαφορών, θα ενίσχυαν την εξωδικαστική επίλυσή τους και θα απεθάρρυναν ή και θα απέκλειαν την άσκηση προπετών ενδίκων βοηθημάτων ή ένδικων βοηθημάτων με ασήμαντο αντικείμενο.
ε) Στην ύπαρξη τριών διαφορετικών εννόμων τάξεων. Ο δικαστής έχει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα από την άποψη της εθνικής νομοθεσίας, από την άποψη της κοινοτικής νομοθεσίας και από την άποψη της ευρωπαϊκής συμβάσεως για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Είναι λοιπόν σαφές, υπογράμμισε ο κ. Παν. Πικραμμένος, ότι στην Ελλάδα πρέπει να γίνουν βαθύτατες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις, με παράλληλο εμπλουτισμό σε συνεχή βάση της νομοθεσίας με νομολογίες των δικαστηρίων.
Παράλληλα, ως προς την καθαυτή επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης, θεωρεί ότι είναι αναγκαία η υπαγωγή μεγαλύτερου αριθμού υποθέσεων σε διαδικασίες ταχείας εκδικάσεως ή απορρίψεως (φίλτρων), η εξάλειψη παρωχημένων διαδικασιών που δεν έχουν εκσυγχρονισθεί, η απλοποίηση των δικονομικών κανόνων, η καλύτερη διαχείριση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού με τη θεσμοθέτηση ολιγομελών συνθέσεων και την ορθολογικότερη ανάθεση των υπηρεσιακών καθηκόντων, η εφαρμογή της πιλοτικής δίκης στα πολιτικά δικαστήρια, η ολοκλήρωση της μηχανογράφησης όλων των δικαστηρίων σε συνδυασμό με την δημιουργία σε αυτά βάσεων νομολογιακών δεδομένων και η ενίσχυση του ελέγχου της ποσοτικής απόδοσης των δικαστών.
Ο πρώην πρωθυπουργός και επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας τόνισε ότι τα μέτρα αυτά, που θεσπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό για το Συμβούλιο της Επικρατείας με τον ν.3900/2010, είχαν ευεργετικά αποτελέσματα στο δικαστήριο, καθώς μειώθηκαν κατά 26,8% τα κατατεθέντα ένδικα βοηθήματα και μέσα, αυξήθηκαν κατά 66,3% οι συζητηθείσες υποθέσεις και κατά 86,6% οι εκδοθείσες αποφάσεις.
Πηγή: European Business Review