Του Μπάμπη Παπαδημητρίου
Μια από τις εγνωσμένες αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ότι δεν διαθέτει ομοσπονδιακούς θεσμούς, ικανούς να συντονίσουν τα 17 ή 27 κράτη απέναντι στην κρίση. Το διαπιστώσαμε μετά το 2008. Οσα είχαν συμφωνηθεί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αλλά και μετά το 1992, δεν ήσαν αρκετά και, το χειρότερο, δεν διασφάλιζαν πραγματικά ότι το κοινό νόμισμα δεν είναι απλώς ένα νόμισμα που πιέστηκαν να παραχωρήσουν οι επανενωμένοι Γερμανοί.
Οπως, όμως, συμβαίνει συνήθως, έγιναν πολύ σοβαρές προσπάθειες στη σωστή κατεύθυνση. Είναι, άλλωστε, προφανές ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει μετακινηθεί, και πολύ και συχνά, από τις αρχικές δογματικές αντιλήψεις σχετικά με τα αίτια και τις προοπτικές της ευρωκρίσης.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 διατυπώθηκαν οι κανόνες που αναφέρονται στο «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο». Τα κράτη οφείλουν να καταθέτουν το σχέδιο του προϋπολογισμού «τους» για το επόμενο έτος, προκειμένου να υποστεί τον αυστηρό έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής διατυπώνονται δημοσίως και τα άλλα κράτη-μέλη μπορούν επίσης να κάνουν τις δικές τους παρατηρήσεις. Ταυτοχρόνως, το νέο πλαίσιο ελέγχου απαιτεί από τα κράτη-μέλη να απαντήσουν στις παρατηρήσεις και να εφαρμόσουν όσες κριθούν απαραίτητες. Η εποπτεία είναι αυστηρότερη για όσα κράτη έχουν βοηθηθεί από την Ευρώπη και μέχρι να αποπληρώσουν το 75% των δανείων που έλαβαν, οι «οδηγίες» μπορεί να λαμβάνουν υποχρεωτικό χαρακτήρα.
Το «εξάμηνο» και ο «έλεγχος» είναι οι δύο πτυχές του «Δίπτυχου» (Τwo Pack), που έχει πάρει πλέον και την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μαζί με τους υπόλοιπους κανόνες που έχουν εγκριθεί, η Ευρωζώνη διαθέτει πλέον ένα ενδυναμωμένο, αυστηρό αλλά και ευέλικτο, νέο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Επιπλέον, το Ευρωκοινοβούλιο, πριν από την έγκριση που παραχώρησε προχθές, ζήτησε και πήρε αυξημένη προστασία για τις χώρες που θα πάρουν βοήθεια και θα υποστούν αυξημένη εποπτεία. Για παράδειγμα, οι δαπάνες σε Παιδεία και Υγεία προστατεύονται. Κυρίως, όμως, η δημοσιονομική προσαρμογή δεν θα πρέπει να γίνεται σε βάρος των μεσοπρόθεσμων προοπτικών της οικονομίας και, ιδιαίτερα, της απασχόλησης.
Οταν ξεκίνησε η διαδικασία, σας έλεγα ότι «η εφαρμογή όσων βιαστικά καταχωρίσθηκαν στο Μνημόνιο αλλά και νέων ριζοσπαστικών μέτρων αποτελεί μονόδρομο». Γι’ αυτό, σημείωνα, η «συζήτηση μεταξύ υπερμνημονιακών και αντιμνημονιακών αποτελεί την τυπική απεικόνιση ανεύθυνων και ανόητων πολιτικών συζητήσεων» («Κ», 7 Νοεμβρίου 2010).
Από την 1η Ιανουαρίου 2014 μπορούμε να εγκαταλείψουμε το Μνημόνιο. Οχι όμως τον δημοσιονομικό αυτοέλεγχο και την αναδιοργάνωση της χώρας.
Πηγή: Καθημερινή