Tου Στεφανου Κασιματη
Oι νόμοι μιας Πολιτείας είναι οι κανόνες που ρυθμίζουν τη λειτουργία της και εκφράζουν τις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί δικαίου και αδίκου – αυτό δεν είναι απαραίτητο να έχει περάσει κάποιος από τα θρανία της Νομικής Σχολής για να το καταλαβαίνει. Επίσης δεν χρειάζεται να είναι νομικός για να καταλαβαίνει ότι, εφόσον μιλούμε για μια δημοκρατική Πολιτεία, το πεδίο στο οποίο γίνεται η στάθμιση, ο συμψηφισμός των διαφορετικών απόψεων περί δικαίου και αδίκου, ώστε ο νόμος να πάρει την τελική μορφή με την οποία και θα εφαρμοσθεί, εάν προηγουμένως εγκριθεί από την πλειοψηφία των νομοθετών, είναι η Βουλή· και, πάντως, δεν είναι το πεζοδρόμιο ούτε το αμαξοστάσιο του μετρό στα Σεπόλια. Εάν τώρα ένας νόμος δεν μας αρέσει, εάν τον έχει ξεπεράσει η εποχή και η εξέλιξη των πραγμάτων, στη Βουλή αποφασίζουμε πώς θα τον αλλάξουμε· και τον αλλάζουμε μέσω της καθορισμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Ομως, ώσπου να αποφασίσουμε δημοκρατικά για την αλλαγή του, ώσπου δηλαδή να διαμορφωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τον ισχύοντα νόμο τον εφαρμόζουμε· ειδάλλως, δεν έχει κανέναν νόημα να μιλούμε για κοινωνία που λειτουργεί στη βάση της δημοκρατικής νομιμότητας.
Τις προηγούμενες ημέρες, με αφορμή την απεργία των εργαζομένων στο μετρό, παρακολουθήσαμε μία αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο εκδοχές της νομιμότητας: τη δημοκρατική, όπως ορίζεται και εφαρμόζεται στις αστικές δημοκρατίες, και την επαναστατική της άκρας Αριστεράς. Οι δικαστικές αποφάσεις έκριναν τις απεργίες στο μετρό παράνομες – και, αν δεν κάνω λάθος, η Δικαιοσύνη είναι ο μόνος αρμόδιος θεσμός σε μια αστική δημοκρατία για να κρίνει αν εφαρμόζονται οι νόμοι ή όχι. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, παρέχοντας την πλήρη πολιτική κάλυψή τους στους απεργούς, αντέταξαν μιαν άλλη αντίληψη περί νομιμότητας, εκείνη που θέλει τον νόμο να είναι «το δίκιο του εργάτη». (Δίκιο, το οποίο, ασφαλώς, εκφράζει αυθεντικά μόνο η Αριστερά και ουδείς άλλος…).
Δεν στερείται σημασίας ότι η άκρα Αριστερά, που έσπευσε να υιοθετήσει την παρανομία των απεργών, επιτέθηκε με οξείς τόνους στην απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην επιστράτευσή τους, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «δικτατορική» και «ακροδεξιά». Το δικαίωμα να επιβάλλει «το δίκιο του εργάτη» έναντι της νομιμότητας, το κατέκτησε κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης με την ιδεολογική υπεροχή της, το κατοχύρωσε με τη βία και τον «τσαμπουκά» της και δεν θα δεχθεί εύκολα να το παραδώσει. Είναι το μέσον που έχει στη διάθεσή της για να φθείρει την αστική δημοκρατία και να διαβρώνει κράτος και θεσμούς, ώσπου να επιφέρει τη διάλυσή τους. Αυτός είναι ο τρόπος που διαθέτει, σε περιβάλλον αστικής δημοκρατίας, προκειμένου να επιβάλει συνθήκες οι οποίες θα ευνοούν τους σκοπούς της· διότι μόνον μέσα από την απελπισία που προκαλούν η ανομία, η απουσία κανόνων και η κατάρρευση του κράτους μπορεί να ελπίζει ότι η πλειοψηφία των πολιτών θα την επιλέξει ως διέξοδο από την κρίση. Στρατηγική της άκρας Αριστεράς είναι να επιτείνει την κρίση και να οξύνει τις επιπτώσεις της· δεν είναι να συνεργασθεί με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις με σκοπό να μπει τάξη, να σταθούμε στα πόδια μας και να προχωρήσουμε.
Για τον λόγο αυτό, η απόφαση της κυβέρνησης να προτάξει το δίκαιο των πολλών έναντι του δίκιου μιας μερίδας εργαζομένων στις ΔΕΚΟ ήταν και σωστή και γενναία. Κάποτε έπρεπε να μπει ένας φραγμός στην ασυδοσία των συντεχνιών και στους πολιτικούς προστάτες της. Αυτός ο φραγμός δεν είναι παρά η εφαρμογή του νόμου.
Πηγή: Καθημερινή