Του Κωνσταντίνου Ψηφή
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης στην Κυριακάτικη «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 28/10/2012 με τον παραπάνω τίτλο μεταξύ άλλων γράφει: «Οι παλαιότερες γενιές δανείστηκαν ανεξέλεγκτα για να απολαύσουν εισόδημα, απασχόληση ή εξουσία διαφόρων τύπων. Τα δάνεια αυτά πρέπει να αποπληρωθούν σε βάθος δεκαετιών από τις νέες γενιές…» Και στη συνέχεια προσθέτει: « Η κρίση έφερε στην επιφάνεια την απληστία των πρώτων μεταπολεμικών σε βάρος των πρόσφατων γενεών… Σε όλα αυτά τα πεδία οι μεταπολεμικές γενεές της χώρας, πέτυχαν τα ιστορικά καλύτερα αποτελέσματα ευημερίας. Με μια διαφορά, ότι το βαρύτερο κόστος των επιλογών τους απέφυγαν έντεχνα να το πληρώσουν οι ίδιες και το μετέφεραν στις επόμενες γενιές.»
Ομολογώ, ότι δεν γνωρίζω προσωπικώς τον κ. Τάσο Γιαννίτση πολλώ μάλλον δεν κατέχω και σε ποια από τις μεταπολεμικές γενεές ανήκει. Ωστόσο όμως δηλώνω, ότι αποστασιοποιούμαι από τις περίεργες και ανιστόρητες αυτές θέσεις του. Eν τούτοις αντιπαρατηρώ το εξής.
Οι γενεές κ. Γιαννίτση δεν αποτελούν οργανισμό και προ παντός, ως γνωστόν, στερούνται και νομικής υποστάσεως. Για το λόγο αυτό δεν νομιμοποιούνται να προσφύγουν στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου ή στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προκειμένου να δανειστούν και μάλιστα ανεξέλεγκτα, όπως γράφετε. Αντί αυτών και μάλιστα ανεξέλεγκτα δανείστηκαν οι κυβερνήσεις των δύο μεγάλων κομμάτων, που κυβέρνησαν τη χώρα την τελευταία τριακονταετία, κατά τα πρώτα 25 έτη το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και κατά τα 5 τελευταία έτη από τη Ν. Δημοκρατία υπό τον «βραχύ» κατά τον Χρήστο Γιανναρά, Κώστα Καραμανλή.
Σπεύδω να προσθέσω, ότι οι προϋπολογισμοί του κράτους κατά την πρώτη τριακονταετία, (1950-1980) ήσαν πλεονασματικοί. Τρανή απόδειξη αποτελεί η επικράτηση στις εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου 1963 της Ένωσης Κέντρου του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος εκ του πλεονάσματος του προϋπολογισμού είχε διπλασιάσει εν μία νυκτί μόνον τους μισθούς των δικαστών. Η μεταπολεμική γενεά κύριε Γιαννίτση εστήριξε την κατεστραμμένη χώρα από τους πολέμους της δεκαετίας του ’40, αμειβόμενη γλίσχρως από το φτωχό κράτος της εποχής εκείνης. Πολλάκις οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούσαν σκετς στις τότε θεατρικές επιθεωρήσεις. Προς τέρψη των αναγνωστών, ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω το εξής: « Δύο δημόσιοι υπάλληλοι συναντήθηκαν στο παλκοσένικο του θεάτρου και ύστερα από τους χαιρετισμούς ο ένας εκ των δύο κρατούσε ένα πακέτο τυλιγμένο με εφημερίδα, ο δεύτερος από περιέργεια τον ερωτά, καλά τι έχεις στο πακέτο και εκείνος τους απήντησε πήρα λίγο κρέας, ο συνάδελφος του απήντησε, για να δω, για να δω. Ο έτερος άρχισε να ξετυλίγει την εφημερίδα και έφτασε στο τέλος. Απορών ο συνομιλητής τον ερώτησε καλά τι κρέας πήρες, και εκείνος του απάντησε παϊδάκια από κουριό».
Ο γράφων έχει ιδίαν αντίληψη των συνθηκών αμοιβής και εργασίας της πρώτης μεταπολεμικής γενεάς, ως υπηρετήσας στο Υπουργείο Οικονομικών (Κλάδος Εφοριακών) εισελθών ύστερα από γραπτό διαγωνισμό. Εργαζόμεθα όλο το πρωινό με ελέγχους των φορολογικών βιβλίων των ελεύθερων επαγγελματιών. Όλα τα απογεύματα, πλην Σαββάτου, εργαζόμεθα υπερωριακώς επί τρίωρο, ήτοι 60 ώρες μηνιαίως με αμοιβή 5 δραχμές την ώρα επί 17 έτη, από το 1958 μέχρι το 1974, ότε αποδέχτηκα διορισμό στο Υπουργείο Παιδείας, η αμοιβή των 5 δραχμών ήτο αμετάβλητη επί 17 συναπτά έτη. Επειδή πολλάκις ο χρόνος των τριών απογευματινών ωρών ήτο ανεπαρκείς εργαζόμεθα συμπληρωματικώς και στα σπίτια μας Κυριακές και αργίες, άνευ βεβαίως αμοιβής, αποβλέποντες στην ανέλιξή μας. Επίσης, η ετήσια άδεια από έναν μήνα περιορίζετο από τον Δ/ντη της υπηρεσίας σε έξι ημέρες συν δύο Κυριακές εν όλω 8 ημέρες. Επομένως, εργαζόμεθα 22 ημέρες τον χρόνο και για τα 17 έτη προσφέραμε τις εργασιακές μας υπηρεσίες επί 374 ημέρες (ήτοι 17 έτη χ 22 ημέρες = 374 ημέρες) δηλαδή ένα και πλέον έτος άνευ αμοιβής για το ελληνικό δημόσιο. Έτσι οι γενεές της πρώτης μεταπολεμικής τριακονταετίας παρέδωσαν με την λήξη της το έτος 1980, ένα προϋπολογισμό ισοσκελισμένο (έσοδα =έξοδα) και με μηδενικό σχεδόν δημόσιο χρέος.
Ο εκτροχιασμός των δαπανών του Δημοσίου πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια της δεύτερης τριακονταετίας (1980-2010) όταν στην εξουσία αναρριχήθηκε το έτος 1981 ο «χαρισματικός» Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος στην πρώτη κιόλας πρωθυπουργική του θητεία πλημμύρησε τις δημόσιες υπηρεσίες με άεργο προσωπικό. Τον αριθμό των οποίων ο αρχηγός της Τρόικας ανεβάζει σε 150.000 νεοδιορισμένους, ο δε συνετός Στέφανος Μάνος τους προσδιορίζει σε 400.000. Έτσι κατέστησε τους ψηφοφόρους του κόμματός του απλούς μισθοφόρους. Τότε άρχισε η διόγκωση των υπηρεσιών του Δημοσίου. Στη Λάρισα, στην μοναδική εφορία, προσετέθη και δεύτερη, ενώ στη πόλη του Βόλου στις δύο εφορίες προσετέθη και τρίτη. Αποτέλεσμα της αλόγιστης προσθήκης νέων εφοριών ήτο ο αρχηγός της Τρόικας να μας συμβουλέψει επιτιμητικά «τι τις θέλετε 200 εφορίες αφού μόνο 33 δίνουν το 97% των φόρων» η συμβουλή του έπιασε τόπο. Σήμερα καταργούνται ή συγχωνεύονται αθρόως οι δημόσιες αυτές υπηρεσίες. Παραλλήλως και συγχρόνως κατέστησε συνταξιούχους όλους τους συμμετέχοντες στην Εθνική Αντίσταση _ και όχι μόνο τους παθόντες εν υπηρεσία, ως θα έδει _ ο αριθμός των οποίων υπερβαίνει τους 400.000 ψευτοαντιστασιακούς. Στο σημείο αυτό, παραθέτω εν παρενθέσι τις απόψεις απλών ανθρώπων, σχολίαζοντες την πολιτική επικαιρότητα της εποχής εκείνης, σε χωριό του Νοτίου Πηλίου. Τρείς ηλικιωμένοι _πίνοντας το καφέ τους_ ο ένα ς εξ αυτών ανακοινώνει στους άλλους δύο «ξέρετε ότι ο Ν.Σ πήρε σύνταξη από την Εθνική Αντίσταση, ο δεύτερος εν απορία διερωτάται μα τι έκανε ο Νίκος στην Εθνική Αντίσταση, και ο τρίτος συμπληρώνει, πως ήταν στη Ε.Π.Ο.Ν (νεολαία του Ε.Α.Μ) και χόρευε τις συναγωνίστριες». Οι απροσδόκητοι αυτοί συνταξιούχοι προστέθηκαν στη πρώτη κατηγορία των αθρόως διορισθέντων σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες για να γιγαντωθεί με μισθοφόρους ψηφοφόρους του κόμμα του Α. Παπανδρέου και να διατηρηθεί στην εξουσία πέραν της εικοσαετίας. Και επειδή δεν υπήρχαν χρήματα στο κρατικό προϋπολογισμό, ο «χαρισματικός» πρωθυπουργός μας εστράφη προς τις λεγόμενες «αγορές» δανειζόμενος αλόγιστα και με υψηλά επιτόκια τα απαιτούμενα κεφάλαια. Ενώ όλα αυτά τα εγνώριζε ο συνετός κ.Γιαννίτσης εν τούτοις όχι μόνον αιδημόνως τα αποσιωπά, αλλά τα επιρρίπτει «στις άπληστες παλαιότερες γενιές, οι οποίες δανείστηκαν ανεξέλεγκτα, για να απολαύσουν, εισόδημα, απασχόληση, ευημερία ή εξουσία διαφόρων τύπων.»
Με την αναρρίχηση του Ανδρέα Παπανδρέου στον πρωθυπουργικό θώκο το έτος 1981, και ευρισκόμενος, ως γνωστόν, στην αρχή του τέλους της ζωής του, ασχολήθηκε αποκλειστικώς με την «Dolce vita» αφού η κύρια απασχόληση του ήτο το πώς θα διαλύσει το δεύτερο γάμο του και να συνάψει ένα τρίτο με την ευειδή νεαρά νέα σύζυγο του για την οποία κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του έκτισε στην πανάκριβη περιοχή των βορείων προαστίων των Αθηνών πολυτελέστατη κατοικία (παλάτι) συνοδευόμενη μάλιστα και από ναϋδριον, την οποία πρόσφερε ως προίκα (;) στη τρίτη σύζυγο του αντιστρέφοντας έτσι την υπό του αειμνήστου καθηγητού Γεωργίου Μπαλή θεσπισθείσα στον αστικό κώδικα διάταξη του άρθρου 1406 κατά την οποία «προιξ είναι η υπό της γυναικός ή άλλου χάριν αυτής, παρεχομένη εις τον άνδρα περιουσία προς ανακούφιση των βαρών του γάμου» .
Τις εργασίες της κυβερνήσεως του Α.Παπανδρέου, ύστερα από τη δήλωση του «ότι εγώ απλώς προεδρεύω» τις ανέθεσε προφανώς εν λευκώ στους υπουργούς του. Και συγκεκριμένα στο δεξί του χέρι τον Άκη Τσοχατζόπουλο, γνωστός πλέον ανά το πανελλήνιο και ευρισκόμενος οικογενειακώς στις φυλακές, τον κ. Μαντέλη, υπουργό Μεταφορών τότε, εισπραξας προμήθεια, (μίζα) από την εταιρία Ζίμενς, την οποία επί το ευγενέστερο μετονόμασε σε χορηγία για τις εκλογικές του ανάγκες της εποχής εκείνης καταδικασθείς σε τριάμισι έτη φυλάκιση με αναστολή (;) κυκλοφορεί πλέον μεταξύ μας ελεύθερος. Τον υφυπουργό Λ.Τζανή, ώστις κατέστει αυτόχειρ, ευθύς ως επληροφορηθη, ότι ευρίσκεται στη λίστα των 32 πολιτικών των οποίων ερευνάται το «πόθεν έσχες» και για το λόγο αυτό ανοίχθηκαν λογαριασμοί στις τράπεζες. Θυμίζω απλώς εδώ, ότι το έτος 1989 σύρθηκε σε δίκη για το γνωστό σκάνδαλο «Κοσκωτά» και ο ίδιος ο Παπανδρέου, ο οποίος, ως γνωστόν απηλλάγη από τους Αρεοπαγίτες με μια μόνο ψήφο(7κατά 8). Νομίζω, ότι η ιστορία δε θα συγχωρήσει την παρέμβαση στη δίκη του καλούμενου και ως «εθνάρχου» Κ.Καραμανλή, ο οποίος είπε το απαράδεκτο και γνωστό αμίμητο «το πρωθυπουργό δεν τον στέλνουμε στα δικαστήρια, αλλά στο σπίτι του» . Προφανώς τούτο έπραξε από πολιτική αλληλεγγύη προς τον συνάδελφο Α. Παπανδρέου. Ωστόσο όμως παραβίασε ευθέως διάταξη του συντάγματος (άρθρο 4) το οποίο ορίζει «ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» .Παραλλήλως έστειλε και δύο μηνύματα, το ένα απευθύνετο προς τη δικαιοσύνη να τον απαλλάξει των κατηγοριών και το δεύτερο προς τους Έλληνες ψηφοφόρους ή τον λαό, όπως μας αποκαλούν οι πολιτικοί. Το δεύτερο μήνυμα δεν αποκλείεται να είχε και πολιτική σκοπιμότητα την απαλλαγή του απ’ το πολιτικό του αντίπαλο.
Πεποίθηση μου είναι πως η τιμωρία τότε του Ανδρέα Παπανδρέου και ο εγκλεισμός στις φυλακές θα διέκοπτε από τις επόμενες κυβερνήσεις τον αλόγιστο δανεισμό οπότε δε θα ευρισκόμαστε στη σημερινή οικονομική κατάσταση ( χρεωκοπία) και επομένως κ. Γιαννίτση, οι νεότερες γενιές, για τις οποίες τόσο έντονα, ενδιαφέρεσθε, ως λογικά σκεπτόμενος πρώην υπουργός, θα απέφευγαν να πληρώσουν το βαρύ κόστος που τεχνηέντως-όπως λέτε- τους προσπόρισαν οι παλαιότερες γενιές. Η οικονομική κρίση εξεδηλώθη νωρίτερα με αποτέλεσμα να πληρώσουν και οι παλαιότερες γενιές της πρώτης τριακονταετίας (1950-1980) οι οποίες δεν έχουν απολαύσει εισόδημα απασχόληση και εξουσία διαφόρων τύπων. Προφανώς οι άνθρωποι των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου τα έφαγαν μαζί με τους ψηφοφόρους και δεν είχαν το σθένος και τον ανδρισμό να τα πουν τότε, αλά τα γράφετε τώρα μετά του θανάτου του και κατόπιν εορτής.
Εκ των προαναφερόμενων αβιάστως συνάγεται ότι οι πρώτες μεταπολεμικές γενεές, ούτε άπληστες υπήρξαν, ως αδίκως τις χαρακτηρίζετε κ.Γιαννίτση, ούτε πέτυχαν ευημερία και κοινωνική ανέλιξη σε βάρος των πρόσφατων γενεών. Τουναντίον το έτος 1990 περίπου 40000 συνταξιούχοι του δημοσίου υποβιβάστηκαν συνταξιοδοτικώς σε χαμηλότερα μισθολογικά κλιμάκια. Σήμερα δε, τους περικόπτονται και τα υπόλοιπα ρετάλια της 13ης και 14ης σύνταξης και σχεδόν από το σύνολο των συνταξιούχων αφαιρούνται 8 έως 10 συντάξεις από την προσφάτως τροποποιηθείσα φορολογία εισοδήματος. Έτσι απομένουν για την «ευημερία» τους μόνον 2έως 4 κατά περίπτωση συντάξεις ετησίως.