Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Η παρακμή ενός θεσμού είναι μια κλιμακούμενη διαδικασία. Αρχικά ο θεσμός παρέχει ανεπαρκώς τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει σχεδιασθεί (π.χ. η βραδυδικία του δικαιοδοτικού συστήματος). Μια πιο προχωρημένη μορφή παρακμής είναι η αυτο-αναφορικότητα: ο θεσμός προκρίνει τα συμφέροντα των μελών του από τις κοινωνικές ανάγκες (π.χ. προκλητικά βουλευτικά προνόμια). Τέλος, η παρακμή κορυφώνεται όταν ο θεσμός περιέρχεται σε κατάσταση αποδόμησης, είτε εξαιτίας φατριαστικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του (βλέπε ΣΔΟΕ), είτε εξαιτίας πνιγηρής στασιμότητας.
Ο ακαδημαϊκός κ. Ρούσσος περιέγραψε παραστατικά τις διαδικασίες αποδόμησης που λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον στασιμότητας ενός έλους. «Στο έλος συντελείται δομική διαστρέβλωση των έμβιων διεργασιών», γράφει. «Ατέρμονες ζυμώσεις λαμβάνουν χώρα. Αναρίθμητοι μικρο-οργανισμοί […] πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα συντηρώντας το έλος στο διηνεκές. Δεν έχουν να χαρίσουν προϊόντα, να δομήσουν. Μόνο αποδομούν. Τα παραπροϊόντα της ύπαρξής τους βάζουν την αναγνωριστική σφραγίδα στο έλος. Το έλος το οσφραίνεσαι, οσφραίνεσαι τη βρωμιά, τη δυσοσμία» («Κ», 19/8/2012).
Δεν ξέρω αν ο κ. Ρούσσος φανταζόταν ποτέ ότι η μεταφορική περιγραφή της στασιμότητας των ελλαδικών πανεπιστημίων θα αποκτούσε στοιχεία κυριολεξίας. Κι όμως συνέβη! Η απόλυτη παρακμή των ΑΕΙ δεν φαίνεται μόνο στις τεράστιες δυσκολίες τους να οργανώσουν εκλογές για τα Συμβούλια Διοίκησης, αλλά, πιο απτά, αποτυπώνεται στους τόνους σκουπιδιών που παρέλυσαν επί δυόμισι μήνες τη λειτουργία του ΑΠΘ.
Οταν ένας οργανισμός ασχολείται περισσότερο με τις διαδικασίες του και λιγότερο με τα αγαθά που προσφέρει ή, ακόμη χειρότερα, όταν τα παραπροϊόντα της λειτουργίας του υποκαθιστούν τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να παράγει, τότε μιλάμε για πλήρη αποδόμηση.
Ο δημόσιος χώρος είναι, πρωτίστως, χώρος φυσικής συν-παρουσίας. Στα πανεπιστήμιά μας, όμως, η φυσική επικοινωνία είναι, συχνά, αδύνατη. Οταν ο δημόσιος χώρος έχει αλωθεί από τρομοκρατικές μειονότητες και ο «κοινός λόγος» έχει διαλυθεί, οι συμμετέχοντες μετατρέπονται σε «ιδιωτικά» άτομα – σε χομπσιανά υποκείμενα που αποσκοπούν στην εξουσιαστική κατίσχυση. Τότε ο δημόσιος χώρος δεν συνιστά χώρο συν-παρουσίας, αλλά πολεμική αρένα. Πεδίο αναφοράς των ιδιωτικών ατόμων δεν είναι οι κοινές αξίες του θεσμού, αλλά η εγωτική ύπαρξη των ιδίων ή της φατρίας τους. Η απαξίωση του δημόσιου χώρου συμβολίζει την απαξίωση του θεσμού: τα σκουπίδια απεικονίζουν υλικά τη «σαπίλα» που έχει ήδη διαβρώσει τον θεσμό. Η αποσύνθεση των σκουπιδιών κοινοποιεί την αποσύνθεση του θεσμού που τα παράγει.
«Αυτό που έχει αποτύχει πλήρως στην Ελλάδα είναι η ίδια η πολιτική ελίτ», παρατήρησε εύστοχα ο κ. Σόιμπλε. Η χώρα κατάντησε «σκουπίδι» (θυμηθείτε τα ομόλογα-«σκουπίδια» του χρεοκοπημένου μας κράτους) γιατί οι θεσμοί της απαξιώθηκαν, πρωτίστως από τους εντροπικούς ηγέτες της – ηγετικές ελίτ βαθιά ιδιοτελείς, μωροφιλόδοξες, ανίκανες, κι όχι σπάνια διεφθαρμένες.
Δείτε το ΑΠΘ. Για πάνω από εβδομήντα μέρες ο κ. Μυλόπουλος, ο πρύτανης του ΑΠΘ, συμπεριφερόταν ως παρατηρητής! Το γραφείο του ήταν κατειλημμένο από τραμπούκους απεργούς, το πανεπιστήμιο πλημμύριζε από σκουπίδια, αλλά ο δήθεν πρύτανης δεν πήρε καμία πρωτοβουλία για να αποκατασταθεί η στοιχειώδης ευρυθμία. Μετά δύο μήνες, μπήκε στον κόπο να προσθέσει την υπογραφή του σε ένα κείμενο μερικών δεκάδων συναδέλφων του που ζητούσαν την παρέμβαση του εισαγγελέα. Κι όταν ο εισαγγελέας παρενέβη, τι έκανε ο κ. Μυλόπουλος; Διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψη των καταληψιών! Τι στάση κράτησε η Σύνοδος των δήθεν Πρυτάνεων; Ζήτησε συμπαράσταση, διότι, λέει, οι πρυτανικές Αρχές «στοχοποιούνται» και «λειτουργούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της εισαγγελικής παρέμβασης»! Ναι, τέτοιου έρματος και αναστήματος ηγέτες διοικούν τα πανεπιστήμια!
Η χώρα κατάντησε το «σκουπίδι» της Ευρώπης επειδή οι θεσμοί της συστηματικά διοικούνται από εντροπικούς ηγέτες: μικρούς, ακατάλληλους ανθρώπους που όχι μόνο δεν επιλύουν προβλήματα, αλλά προσθέτουν αφειδώς «αταξία» (εντροπία) στους θεσμούς. Η κύρια έγνοια των εντροπικών ηγετών δεν είναι η προαγωγή των αξιών που εγγενώς διέπουν τη λειτουργία του θεσμού, αλλά η ικανοποίηση ιδιοτελών συμφερόντων, ναρκισσιστικών φαντασιώσεων, ή και των δύο. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον ανεπτυγμένο κόσμο, η ηγετική φιλοδοξία τους δεν εκπληρώνεται προσθέτοντας αξία στους θεσμούς που διοικούν («κερδίζω-κερδίζεις»), αλλά εξαντλείται με την κατάληψη όπως όπως του ηγετικού θώκου και την εγωπαθή απόλαυση της εξουσίας. Οι εντροπικοί ηγέτες αναδεικνύονται μέσα σε ένα πλαίσιο ιστορικά εμπεδωμένων, παρακμιακών αξιών: κομματοκρατίας, πελατειακών σχέσεων, φατριασμού, διαπλοκής, ανομίας, ισχνών θεσμικών αντιβάρων, έλλειψης εμπιστοσύνης, ανευθυνότητας και σατραπικής εξουσιαστικής συμπεριφοράς. Από ένα τέτοιο πλαίσιο ηγετίσκοι τύπου Μυλόπουλου αντλούν το λεξιλόγιό τους, τα κίνητρά τους, τις μεθόδους τους. Είναι άραγε εφικτή η ανάδειξη άλλου τύπου ηγετών σε ένα τέτοιο παρακμιακό πλαίσιο; Ομολογώ ότι δεν έχω την απάντηση.
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Πηγή: Καθημερινή