Πλήρης αδυναμία προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
του Γιωργου Κυρτσου
Θα επενδύατε σε μια χώρα στην οποία η διαφθορά του Δημοσίου κινείται σε επίπεδα ρεκόρ, το επιχειρηματικό κλίμα είναι το χειρότερο δυνατό και η πρωτεύουσά της αντιμετωπίζεται διεθνώς σαν η πιο απωθητική μεγαλούπολη της Ε.Ε.;
Μια σειρά διεθνών αξιολογήσεων των επιδόσεων της Ελλάδας μας προετοιμάζει για τη συνέχιση της συλλογικής αποτυχίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και την κοινωνία.
Περισσότερο διεφθαρμένο
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της οργάνωσης Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International), η χώρα μας έχει το πιο διεφθαρμένο Δημόσιο μεταξύ των χωρών της Ε.E. και έρχεται προτελευταία στην κατάταξη του ΟΟΣΑ, αφήνοντας τη διόλου τιμητική τελευταία θέση στο Μεξικό των «βαρόνων» του εμπορίου ναρκωτικών.
Η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας στηρίζει την αξιολόγηση των χωρών στο δείκτη αντίληψης της διαφθοράς. Δεν μετράει την πραγματική διαφθορά, μία έννοια που είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθεί, αλλά την αντίληψη που έχει η διεθνής κοινή γνώμη για το Δημόσιο κάθε χώρας. Σε αυτή την κατάταξη η Ελλάδα βρίσκεται στην 94η θέση με μόλις 36 βαθμούς (με άριστα το 100) και σε σχέση με πέρυσι έχει χάσει 14 θέσεις. Βρίσκεται πλέον, σε ό,τι αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς, στα επίπεδα της Κολομβίας, της Μογγολίας και της Σενεγάλης, ενώ οι επιδόσεις της είναι χειρότερες και από αυτές της Βουλγαρίας, την οποία μέχρι πριν από λίγα χρόνια αντιμετωπίζαμε σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Λιγότερο διεφθαρμένες χώρες θεωρούνται η Δανία, η Φινλανδία, η Νέα Ζηλανδία, η Σουηδία και η Σιγκαπούρη, που μοιράζονται τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη, με βαθμολογία που κυμαίνεται από το 87 έως το 90. Με τη διεθνή κοινή γνώμη να βομβαρδίζεται με αρνητικές ειδήσεις για την ελληνική πολιτική τάξη και τη δημόσια διοίκηση –από τα ρεκόρ στη φοροδιαφυγή μέχρι τους «τυφλούς» της Ζακύνθου και την εξαφάνιση της λίστας Λαγκάρντ–, είναι λογικό να εμπεδώνεται η αντίληψη της απόλυτης διαφθοράς του ελληνικού Δημοσίου και να κρατάνε αποστάσεις ασφαλείας από την ελληνική οικονομία οι σοβαροί επενδυτές.
Η χειρότερη μεγαλούπολη
Η Αθήνα κέρδισε τον διόλου επίζηλο τίτλο της χειρότερης πόλης της Δυτικής Ευρώπης για να ζει κανείς το 2012, με βάση τα αποτελέσματα της ετήσιας έρευνας της εταιρείας Mercer για την ποιότητα ζωής σε όλο τον κόσμο. Η αξιολόγηση της Mercer στηρίζεται σε 39 κριτήρια, μεταξύ των οποίων η πολιτική σταθερότητα, η υγειονομική περίθαλψη, το εκπαιδευτικό σύστημα, η εγκληματικότητα, η ψυχαγωγία, τα μέσα μεταφοράς, οι κλιματικές συνθήκες και το περιβάλλον.
Πρώτη στην κατάταξη για τέταρτη συνεχή χρονιά έρχεται η Βιέννη, ενώ η Ευρώπη, παρά τις γνωστές οικονομικές δυσκολίες, καταλαμβάνει στην αξιολόγηση του 2012 τις 15 από τις 25 πρώτες θέσεις. Η Αθήνα έρχεται 83η μεταξύ 221 πόλεων και τελευταία μεταξύ των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Η μαζική φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, η υποβάθμιση των μέσων μεταφοράς, η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, το άλυτο πρόβλημα της μαζικής παράνομης μετανάστευσης, η οργανωτική διάλυση, που κατά περιόδους μετατρέπει την πόλη σε απέραντη χωματερή, και οι συνεχείς εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και βίαιες συγκρούσεις στην περιοχή του κέντρου εξασφαλίζουν την επιδείνωση όλων των ποιοτικών δεικτών σε ό,τι αφορά τη διαβίωση στην πρωτεύουσα της χώρας.
Μπλόκο στην επιχειρηματικότητα
Τελευταία μεταξύ 33 χωρών που αξιολογήθηκαν έρχεται η Ελλάδα στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Την έρευνα πραγματοποίησε η Ομοσπονδία Ελληνικών Συνδέσμων Νέων Επιχειρηματιών (ΟΕΣΥΝΕ) σε συνεργασία με το Ίδρυμα Kauffman και την εταιρεία συμβούλων Monitor Group. Η Ελλάδα έχει τη χειρότερη βαθμολογία (46,2), κάτω από χώρες όπως η Βενεζουέλα, η Ουκρανία και η Γκάνα.
Στην ερώτηση αν εξασφαλίζεται επάρκεια χρηματοδότησης για την προώθηση μιας επιχειρηματικής ιδέας, μόλις το 10% των Ελλήνων επιχειρηματιών έδωσε θετική απάντηση, ενώ στην ερώτηση αν προσφέρονται φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα, οι θετικές απαντήσεις συγκέντρωσαν ποσοστό μόλις 12%. Από την έρευνα προέκυψε ότι η ελληνική κοινή γνώμη έχει πολύ πιο αρνητική άποψη για την ιδιωτική πρωτοβουλία απ’ ό,τι η κοινή γνώμη της Ρωσίας ή της Ουκρανίας.
Με τον τρόπο που γίνεται η διαχείριση της κρίσης, το ελληνικό Δημόσιο βυθίζεται ολοένα περισσότερο στη διαφθορά. Τις περισσότερες αποφάσεις παίρνουν οι πολιτικοί που μας οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση με τα δικά τους κριτήρια. Αυτοί αποφασίζουν ποια τράπεζα θα σωθεί και ποια θα καταστραφεί ή ποιοι πιστωτές του Δημοσίου θα εξοφληθούν και με τι νόμιμα ή παράνομα ανταλλάγματα. Η πλήρης απαξίωση της πολιτικής τάξης μετατρέπει τη διαχείριση της κρίσης σε ένα κυνήγι αριθμών που στηρίζεται στη δημιουργική λογιστική και το οποίο εξελίσσεται σε ένα πρωτοφανές διοικητικό και κοινωνικό κενό. Έτσι, υποβαθμίζεται συνεχώς η διεθνής θέση της Αθήνας, για την τουριστική αναβάθμιση της οποίας δαπανήθηκαν, στο πλαίσιο της ολυμπιακής προετοιμασίας, πολλά δισεκατομμύρια ευρώ.
Η διαφθορά των κομμάτων που ασκούν την εξουσία και της δημόσιας διοίκησης συμβάλλει στην επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, το οποίο αξιολογείται ολοένα πιο αρνητικά με το πέρασμα του χρόνου. Οι πιθανότητες να αντιμετωπίσει με επιτυχία την κρίση υπερχρέωσης μια χώρα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναφέραμε είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Πηγή: Free Sunday